-
1 Αίτνα
-
2 Αἴτνα
-
3 Αἴτνα
Αἴτνα (-α, -ας, -αν.)a the Sicilian mountain under which lay the giant Typhosἀλλὰ Κρόνου παῖ, ὅς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6
ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111
κίων δ' οὐρανία συνέχει, νιφόεσσ Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείαςτιθήνα P. 1.20
Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.27
κείνῳ μὲν Αἴτνα δεσμὸς ὑπερφίαλος ἀμφίκειται fr. 92.b formerly Katane, a city refounded by Hieron Αἴτνας βασιλεῖ φίλιον ἐξεύρωμεν ὕμνον i. e. for Deinomenes P. 1.60κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.2
ζαθέων ἱερῶν ἑπώνυμε πάτερ, κτίστορ Αἴτνας fr. 105a. 3. -
4 Αιτνα
-
5 Αίτνα
-
6 Αίτνα
ηÄtna m -
7 Αίτνας
-
8 Αἴτνας
-
9 νιφόεις
-
10 νεό-κτιστος
νεό-κτιστος, neu gegründet, neu gebau't; νεοκτίστα Αἴτνα, Pind. N. 9, 2; βωμοῖο ϑέναρ, P. 4, 206; πόλις, Her. 5, 24; Thuc. 3, 100; Luc. u. a. Sp.
-
11 ἀμφί-κειμαι
ἀμφί-κειμαι, herumliegen, Αἴτνα κείνῳ, liegt auf jenem, Piud. frg. 93; umarmen, Soph. O. C. 1616, vgl. Ant. 1278; εἶχε στέφανον ἀμφικείμενον, er harte einen Kranz aufgesetzt, Xenarch. Ath. XIV, 679 e.
-
12 ὑψί-λοφος
ὑψί-λοφος, mit hohem Gipfel od. Wipfel; Αἴτνα Pind. Ol. 13, 111; ϑυρίδες Ascplds. 15 (V, 153); – übtr., ὑψίλοφοι λόγοι, hochtrabende, hochfahrende Reden, Ar. Ran. 818.
-
13 Αιτνη
дор. Αἴτνα ἥ Этна1) вулканическая гора в сев.-вост. Сицилии Pind., Thuc.2) город у подножия Этны, впосл. Catana Pind., Theocr. -
14 αμφικειμαι
1) облегать, лежать вокруг или сверху(Αἴτνα ἀμφίκειται κείνῳ, sc. Τυφῶνι Pind.)
2) охватывать, обниматьἐπ΄ ἀλλήλοις ἀμφικείμενοι Soph. — обняв друг друга
3) примыкать, тж. присоединяться, прибавляться(τινι Soph.)
-
15 ιπος
ὅ, ἥ тяжесть, грузΑἴτνα ἶ. Τυφῶνος Pind. — Этна, придавившая Тифона (который, будучи убит молнией Зевса, был погребен под этой горой)
-
16 υψιλοφος
-
17 Αίτναι
-
18 Αἴτναι
-
19 Αίτναν
-
20 Αἴτναν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Αἴτνα — Αἴτνᾱ , Αἴτνη fem nom/voc/acc dual Αἴτνᾱ , Αἴτνη fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίτνα — I Ενεργό ηφαίστειο της νότιας Ιταλίας, του οποίου ο κώνος (3.340 μ.) υψώνεται κοντά στην ανατολική ακτή της Σικελίας, Β ΒΔ της Κατάνης. Οι διαδοχικές εκρήξεις του έχουν δημιουργήσει πολλούς ηφαιστειακούς κρατήρες, από τους οποίους διατηρούνται… … Dictionary of Greek
Αίτνα — η ηφαίστειο στη Σικελία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αἴτνας — Αἴτνᾱς , Αἴτνη fem acc pl Αἴτνᾱς , Αἴτνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴτναι — Αἴτνᾱͅ , Αἴτνη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴτναν — Αἴτνᾱν , Αἴτνη fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
αιτναίος — αἰτναῑος, αία, αῑον (Α) [Αἴτνα] 1. αυτός που προέρχεται από την Αίτνα ή αναφέρεται σ’ αυτήν 2. σικελικός και μτφ. πελώριος, μεγάλος (λεγόταν κυρίως για άλογα, επειδή τα σικελικά άλογα και μουλάρια ήταν περίφημα) … Dictionary of Greek
Ιέρων — I Όνομα δύο τυράννων των Συρακουσών. 1. Ι. Α’ (; – 467 π.Χ.). Τύραννος των Συρακουσών (478 467 π.Χ.). Ήταν νεότερος αδελφός του Γέλωνα, από τον οποίο παρέλαβε αρχικά τη διακυβέρνηση της Γέλας και αργότερα τον διαδέχθηκε. Το 474 π.Χ. εγκατέστησε… … Dictionary of Greek
Okeanide — Die Okeaniden. Gustave Doré, 1860 Die Okeaniden (griechisch Ὠκεανίδες, Plural von Ὠκεανίς) sind in der griechischen Mythologie die Töchter des Okeanos und der Tethys, nur Hyginus gibt … Deutsch Wikipedia
Topónimos griegos — Anexo:Topónimos griegos Saltar a navegación, búsqueda Esta es una lista de topónimos griegos tradicionales, es decir, una lista de topónimos que existen en griego. Esto incluye: Lugares que tuvieron protagonismo en la historia de la cultura… … Wikipedia Español