-
1 ποταπός
-
2 ποδαπός
ποδαπός, aus welchem Lande? dah. übh. von wannen? von woher? woher gebürtig? zuerst bei Her. 7, 218, εἴρετο, ποδαπὸς εἴη ὁ στρατός; Tragg.: ποδαπὸς ὁ ξένος, Aesch. Ch. 568; ὅμιλος, Suppl. 231; Soph. O. C. 1162; Eur. I. T. 246; ποδαπὸς τὸ γένος, Ar. Pax 186; Av. 108; τίς ὁ λέγων καὶ ποδαπός; Plat. Phaedr. 275 c; Apol. 20 b; Xen. An. 4, 4, 17; Sp., wie Luc. vit. auct. 8; Dem. sagt 25, 40 ποδαπὸς ὁ κύων; und antwortet οἷος μὴ δάκνειν, so daß es also auf die Beschaffenheit geht, in welcher Bdtg Einige ποταπός schreiben wollten, so Matth. 8, 27. – (Vgl. ἀλλοδαπός, ἡμεδαπός, τηλεδαπός, welche keine Zusammensetzung mit ΔΑΠΟΣ, δάπεδον, sondern ein eigenes Suffirum δαπος annehmen lassen, wofür auch Apoll. Dysc. de pron. p. 298 ff. spricht, ohne daß man geradezu an ποῦ ἄπο zu denken hat. S. noch Lob. Phryn. 56.)
См. также в других словарях:
ποταπός — ή, ό, Ν τιποτένιος, χωρίς καμιά αξία, ευτελής (α. «ποταπός άνθρωπος» β. «ποταπή ενέργεια» γ. «σκληρά, δειλά αναθρέμματα τής ποταπής Ασίας», Κάλβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ποδαπός «από ποιον τόπο», το οποίο χρησιμοποιήθηκε με σημ. «ποίος, πόσος» και… … Dictionary of Greek
ποταπός — ή, ό τιποτένιος, πρόστυχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποδαπός — και ποταπός, ή, όν, Α (ερωτ. αντων.) 1. από ποια χώρα, από ποιο μέρος, από πού (α. «Ὑδάρνης... εἴρετο Ἐπιάλτην ποδαπὸς εἴη ὁ στρατός», Ηρόδ. β. «πόθεν ἐπλεύσατ , ὦ ξένοι; ποδαποί; τίς ὑμᾱς ἐξεπαίδευσε πόλις;», Πλάτ.) 2. ποιας ποιότητας, τί είδους … Dictionary of Greek
каков — м., какова ж., каково ср. р., каковой, ст. слав. каковъ ποταπός, болг. какъв, каква, какво, сербохорв. ка̀кав, ка̀ква, ка̀кво. Ср. греч. πηλίκος, лат. quālis. Расширение kakъ (см. сл.); ср. Бернекер 1, 673; Младенов 227 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αγοραίος — αία, αίο (Α ἀγοραῑος, αῑον και ος, α, ον) [ἀγορά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά 2. κοινός, πρόστυχος, χυδαίος νεοελλ. (για αυτοκίνητα) το ουδ. ως ουσ. το αγοραίο αυτό που μισθώνεται για τη μεταφορά ανθρώπων ή εμπορευμάτων με… … Dictionary of Greek
αλόγιστος — η, ο (Α ἀλόγιστος, ον) αυτός που δεν συλλογίζεται, ασυλλόγιστος, απερίσκεπτος, αστόχαστος αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να υπολογιστεί, αόριστος, ακαθόριστος 2. αυτός που δεν αξίζει να ληφθεί υπ’ όψιν, φαύλος, ποταπός, τιποτένιος 3. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
ανδράριον — ἀνδράριον, το (Α) [(υποκορ. του) ανήρ] (χλευαστικά) άνθρωπος ποταπός, ελεεινός, ανθρωπάριο … Dictionary of Greek
ανδρίον — ἀνδρίον, το (Α) αντράκι, ανθρωπάριο, ποταπός άνθρωπος … Dictionary of Greek
ανδραποδιστής — ἀνδραποδιστής, ο (Α) 1. αυτός που πουλά ελεύθερο άνθρωπο ως δούλο, δουλέμπορος 2. «ἀνδραποδιστὴς ἑαυτοῡ» αυτός που για τα χρήματα θυσιάζει την ανεξαρτησία του, φαύλος, ποταπός … Dictionary of Greek
ανελεύθερος — η, ο (Α ἀνελεύθερος, ον) ανάρμοστος σε ελεύθερο άνθρωπο, δουλικός αρχ. 1. χαμερπής, φαύλος, ποταπός 2. φειδωλός, φιλάργυρος 3. αγροίκος, άξεστος 4. δόλιος, πανούργος … Dictionary of Greek
αρουραίος — Θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που μοιάζει με τους ποντικούς. Οι α. έχουν κυλινδρικό σώμα, κοντό και χοντρό ρύγχος, μικρά αφτιά και κοντή ουρά, σκεπασμένη με μικρές και αραιές τρίχες. Οι α. γεννούν 6 8 φορές τον χρόνο από 4 6 άτομα. Το όνομα α … Dictionary of Greek