-
1 ἀλλο-δαπός
ἀλλο-δαπός, ή, όν (s. ποδαπός), anders woher, fremd, H. z. B. δῆμος Il. 19, 324, ξεῖνοι Od. 17, 485, κακὸν ἀλλοδαποῖσι φέροντες 3, 74. 9, 255, γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει 9, 36; – p. bei Plat. Lys. 212 e; Pind. γυναῖκες P. 4, 50; ἄκρα N. 3, 25; Aesch. φῶτες Spt. 1068 u. a. D. In Prosa, Xen. Cyr. 8, 7, 14, den πολῖται entgegenstehend; ἀλλοδαπῆ Mem. 4, 3, 8; oft Plut. u. Sp.
-
2 ὑμε-δαπός
-
3 ποδαπός
ποδαπός, aus welchem Lande? dah. übh. von wannen? von woher? woher gebürtig? zuerst bei Her. 7, 218, εἴρετο, ποδαπὸς εἴη ὁ στρατός; Tragg.: ποδαπὸς ὁ ξένος, Aesch. Ch. 568; ὅμιλος, Suppl. 231; Soph. O. C. 1162; Eur. I. T. 246; ποδαπὸς τὸ γένος, Ar. Pax 186; Av. 108; τίς ὁ λέγων καὶ ποδαπός; Plat. Phaedr. 275 c; Apol. 20 b; Xen. An. 4, 4, 17; Sp., wie Luc. vit. auct. 8; Dem. sagt 25, 40 ποδαπὸς ὁ κύων; und antwortet οἷος μὴ δάκνειν, so daß es also auf die Beschaffenheit geht, in welcher Bdtg Einige ποταπός schreiben wollten, so Matth. 8, 27. – (Vgl. ἀλλοδαπός, ἡμεδαπός, τηλεδαπός, welche keine Zusammensetzung mit ΔΑΠΟΣ, δάπεδον, sondern ein eigenes Suffirum δαπος annehmen lassen, wofür auch Apoll. Dysc. de pron. p. 298 ff. spricht, ohne daß man geradezu an ποῦ ἄπο zu denken hat. S. noch Lob. Phryn. 56.)
-
4 τηλεδαπός
τηλεδαπός, aus fernem Lande, aus der Ferne, ἄνδρες, ξεῖνοι, Od. 6, 179. 19, 351 u. öfter; – auch νήσων ἔπι τηλεδαπάων, Il. 21, 454, fern gelegen. – Das Suffixum - δαπός s. in ποδαπός, wo auch die Ableitung der Alten von ΔΑΠΟΣ, δάπεδον, ἔδαφος besprochen ist.
-
5 ἐχθοδοπός
ἐχθοδοπός, όν (von ἔχϑος, man vgl. das Suffixum - δαπος in ἀλλοδαπός, Buttm. leitet es ab von ὄπτομαι, feindselig blickend, Lexilog. I p. 124 ff., Andere von ὄψ od. gar von ἔδαφος), feindselig, VLL. ἐχϑροποιός; Soph. στυγνόν τε φῶτ' ἐχϑοδοπόν, Phil. 1122; τοῖά μ οι ἀνεστέναζες ὠμόφρων ἐχϑοδόπ' Ἀτρείδαις Ai. 913; πόλεμος Ar. Ach. 226; sp. D; ὄμματα, feindselig blickend, Ap. Rh. 4, 1669; χρίσμα Opp. Hal. 4, 663; ὕδωρ ibd. 690. – In Prosa Plat., τῆς αὐτῆς ὁδοῦ ἐχϑοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς Legg. VII, 810 d, verhaßt, oder nach Schol., der ἐχϑροποιός erkl., verfeindend.
-
6 ἀλλοδαπός
ἀλλο-δαπός, anders woher, fremd -
7 ὑμεδαπός
ὑμε-δαπός, der Eurige, euer Landsmann
См. также в других словарях:
εχθοδαπός — ἐχθοδαπός, όν (Α) επιγρ. ξένος, αλλοδαπός, εχθρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθός «εκτός» + δαπος. Το β συνθετικό κατ αναλογίαν προς το αλλο δαπός*. Κατ άλλη άποψη διαφορετικός τ. τού εχθο δοπός* με το β συνθετικό πάλι κατ αναλογίαν προς το αλλο δαπός] … Dictionary of Greek
αλλοδαπός — Αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα, που είναι υπήκοος ξένου κράτους. Με την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων στους διαφόρους τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των ατόμων και των δημόσιων φορέων της κάθε χώρας δημιουργείται όλο και … Dictionary of Greek
εχθοδοπός — ἐχθοδοπός, όν (Α) 1. εχθρικός, μισητός, αξιομίσητος («πόλεμος ἐχθοδοπός», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ποιῶν ἔχθραν». [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο παράγωγο τού έχθος* με επίθημα δοπός, άγνωστης προελεύσεως. Κατ άλλη άποψη < εχθο δαπός* με… … Dictionary of Greek
παντοδαπός — ή, ό / παντοδαπός, ή, όν, ΝΜΑ 1. ο κάθε είδους ή κάθε γένους, παντοειδής, ποικίλος («τῶν δὲ καρκίνων παντοδαπώτερον τὸ γένος», Αριστοτ.) 2. αυτός που προέρχεται από κάθε χώρα, από κάθε τόπο («παδαπὸς εἶ; παντοδαπός», Λουκιαν.) αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek
ποδαπός — και ποταπός, ή, όν, Α (ερωτ. αντων.) 1. από ποια χώρα, από ποιο μέρος, από πού (α. «Ὑδάρνης... εἴρετο Ἐπιάλτην ποδαπὸς εἴη ὁ στρατός», Ηρόδ. β. «πόθεν ἐπλεύσατ , ὦ ξένοι; ποδαποί; τίς ὑμᾱς ἐξεπαίδευσε πόλις;», Πλάτ.) 2. ποιας ποιότητας, τί είδους … Dictionary of Greek