Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

δαπος

См. также в других словарях:

  • εχθοδαπός — ἐχθοδαπός, όν (Α) επιγρ. ξένος, αλλοδαπός, εχθρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθός «εκτός» + δαπος. Το β συνθετικό κατ αναλογίαν προς το αλλο δαπός*. Κατ άλλη άποψη διαφορετικός τ. τού εχθο δοπός* με το β συνθετικό πάλι κατ αναλογίαν προς το αλλο δαπός] …   Dictionary of Greek

  • αλλοδαπός — Αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα, που είναι υπήκοος ξένου κράτους. Με την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων στους διαφόρους τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των ατόμων και των δημόσιων φορέων της κάθε χώρας δημιουργείται όλο και …   Dictionary of Greek

  • εχθοδοπός — ἐχθοδοπός, όν (Α) 1. εχθρικός, μισητός, αξιομίσητος («πόλεμος ἐχθοδοπός», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ποιῶν ἔχθραν». [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο παράγωγο τού έχθος* με επίθημα δοπός, άγνωστης προελεύσεως. Κατ άλλη άποψη < εχθο δαπός* με… …   Dictionary of Greek

  • παντοδαπός — ή, ό / παντοδαπός, ή, όν, ΝΜΑ 1. ο κάθε είδους ή κάθε γένους, παντοειδής, ποικίλος («τῶν δὲ καρκίνων παντοδαπώτερον τὸ γένος», Αριστοτ.) 2. αυτός που προέρχεται από κάθε χώρα, από κάθε τόπο («παδαπὸς εἶ; παντοδαπός», Λουκιαν.) αρχ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ποδαπός — και ποταπός, ή, όν, Α (ερωτ. αντων.) 1. από ποια χώρα, από ποιο μέρος, από πού (α. «Ὑδάρνης... εἴρετο Ἐπιάλτην ποδαπὸς εἴη ὁ στρατός», Ηρόδ. β. «πόθεν ἐπλεύσατ , ὦ ξένοι; ποδαποί; τίς ὑμᾱς ἐξεπαίδευσε πόλις;», Πλάτ.) 2. ποιας ποιότητας, τί είδους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»