-
1 καρταῖπος
Grammatical information: n.Meaning: `larger cattle, beasts' (Gortyn), plur. καρταί-ποδα (Gortyn) as τετρά-ποδα (sg. τετρά-πος Gortyn).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Innovation to m. *καρταί-πως for καρταί-πους (Pi.) = κραταί-πους `with strong feet' (Hom. Epigr.); Schwyzer 580 n. 6, Sommer Nominalkomp. 29 n. 1, 31f. - To this, as short form, κάρτην (for - ταν) την βοῦν. Κρῆτες H.; s. Bechtel Dial. 2, 787, Fraenkel Glotta 35, 86ff. and Μνήμης χάριν 1, 101; but the gloss is prob. corrupt (Latte s.v. and p. 815).Page in Frisk: 1,793-794Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καρταῖπος
-
2 τετράπους
A four-footed, Hdt.2.68, Pl.Ti. 92a; λεία τ. a booty of cattle, Plb.4.75.7; τετράποδα ζῴδια, viz. Aries, Taurus, Leo, Sagittarius, Cat.Cod.Astr.1.166: cf. τετράποδος.2 τετράπουν, τό, quadruped, beast, Pl.Phdr. 250e, Arist.PA 697b23, etc.: pl., Hdt.3.106, Ar.Nu. 659, Th.2.50, Arist.HA 490a29, etc.;πάντα τὰ τ. καὶ ἑρπετὰ τῆς γῆς Act.Ap.10.12
.2 of four feet in length or area, IG12.372.10, al., Pl.Men. 83b;πάχος ποήσει τὸ στρῶμα τετράπουν IG22.1668.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράπους
См. также в других словарях:
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek