-
1 τεσσαρακοντα
ион. τεσσεράκοντα, атт. τεττᾰράκοντα οἱ, αἱ, τά indecl. сорок Hom. etc.οἱ τ. Isocr., Dem. «сорок» (выездная судебная коллегия из 40 человек, которой были подсудны мелкие гражданские и уголовные дела в атт. демах)
-
2 τεσσαράκοντα
τεσσαράκοντα, att. τετταράκοντα, οἱ, αἱ, τά, indecl., vierzig, Hom. u. Folgde.
-
3 τεσσαράκοντα
τεσσᾰράκοντα [pron. full] [ρᾰ], [dialect] Att. [full] τεττᾰράκοντα IG22.334.23; [dialect] Ion. [full] τεσσεράκοντα (q.v.); Sicilian Ionic [full] tetra/ϟonta Supp.Epigr.4.64 (vi B.C.); [dialect] Dor. [full] τετρώκοντα Tab.Heracl.1.20, al., SIG241.67 (Delph., iv B.C.), IG5(2).357.16 (Stymphalus, iii B.C.), 9(1).880.15 (Corc.), cf. τετρωκοντάλιτρος andA v. τεσσαρακοστός; once [dialect] Dor. [full] τεταράκοντα IG4.823.63 ([place name] Troezen); [dialect] Boeot. [full] πετταράκοντα (q.v.): οἱ, αἱ, τά, indecl.:— forty, Il.2.524, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαράκοντα
-
4 τεσσαράκοντα
τεσσαράκοντα: forty.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τεσσαράκοντα
-
5 τεσσαράκοντα
-
6 τεσσαράκοντα
τεσσαράκοντα, τεσσαρακονταετής s. τεσσερ-.—M-M.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > τεσσαράκοντα
-
7 τεσσαράκοντα
1 fortyἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις P. 5.49
τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι P. 9.113
-
8 τεσσαράκοντα
αριθ. άκλ. сорок;§ έφαγε παρά μίαν τεσσαράκοντα — он получил по первое число
-
9 τεσσαράκοντα
τεσσαρά̱κοντα, τεσσαράκονταforty: indeclform (numeral) -
10 τεσσαράκοντα
{прил., 22}Ссылки: Мф. 4:2; Мк. 1:13; Лк. 4:2; Ин. 2:20; Деян. 1:3; 4:22; 7:30, 36, 42; 13:21; 23:13, 21; 2Кор. 11:24; Евр. 3:9, 17; Откр. 7:4; 11:2; 13:5; 14:1, 3; 21:17.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τεσσαράκοντα
-
11 τεσσαράκοντα
{прил., 22}Ссылки: Мф. 4:2; Мк. 1:13; Лк. 4:2; Ин. 2:20; Деян. 1:3; 4:22; 7:30, 36, 42; 13:21; 23:13, 21; 2Кор. 11:24; Евр. 3:9, 17; Откр. 7:4; 11:2; 13:5; 14:1, 3; 21:17.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τεσσαράκοντα
-
12 τεσσαράκοντα
-
13 τεσσαρακοντα-έτης
τεσσαρακοντα-έτης, ὁ, u. τεσσαρακοντα-ετής, ές, vierzigjährig, Hes. O. 443.
-
14 τεσσαρακοντα-ετία
τεσσαρακοντα-ετία, ἡ, Zeit von vierzig Jahren, Philo.
-
15 τεσσαρακοντά-πηχυς
τεσσαρακοντά-πηχυς, υ, gen. εος, vierzig Ellen lang, Ath. V, 202 b.
-
16 τεσσαράκοντα, τεσσεράκοντα
сорок.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τεσσαράκοντα, τεσσεράκοντα
-
17 διᾱ-κοσιο-τεσσαρακοντά-χους
διᾱ-κοσιο-τεσσαρακοντά-χους, 240fach, Strab. XVII p. 831.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > διᾱ-κοσιο-τεσσαρακοντά-χους
-
18 τεσσαρακονταέτης
τεσσαρακοντα-έτης, ὁ, u. τεσσαρακοντα-ετής, ές, vierzigjährig -
19 τεσσαρακονταδραχμιαία
A drachma tax, Stud.Pal.4.62.9 (i A.D., abbrev.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρακονταδραχμιαία
-
20 τεσσαρακονταδύο
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρακονταδύο
См. также в других словарях:
τεσσαράκοντα — οι, τα / τεσσαράκοντα, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και αττ. τ. τετταράκοντα και ιων. τ. τεσσεράκοντα και σικελιωτ. ιων. τετράοοντα και δωρ. τ. τετρώκοντα και τεταράκοντα και βοιωτ. τ. πετταράκοντα Α άκλ. (απόλ. αριθμ.) 1. σαράντα 2. παροιμ. φρ. «παρά μίαν… … Dictionary of Greek
τεσσαράκοντα — τεσσαρά̱κοντα , τεσσαράκοντα forty indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεσσαράκοντα παρά μίαν — Όρος με τον οποίο είναι γνωστή μια καθαρά εβραϊκή τιμωρία για την οποία γράφει και το Δευτερονόμιο (κε, 2). Ο Ιώσηπος τη χαρακτηρίζει τιμωρίαν αισχίστην. Επειδή η τιμωρία αυτή ήταν μαστίγωση (40 μαστιγώσεις) και ο εκτελεστής της, σε περίπτωση που … Dictionary of Greek
τεσσαράκοντα — αριθμ. απόλ., άκλ., σαράντα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τεσσαράκοντα δικασταί — Η έκφραση αναφέρεται στο αρχαίο ελληνικό Δίκαιο και αφορούσε τους δικαστές που εκδίκαζαν μικροδιαφορές. Αρχικά ήταν 30 αλλά αυξήθηκαν σε 40 στα χρόνια των τριάκοντα τυράννων. Οι δικαστές αυτοί εκδίκαζαν κυρίως χρηματικές διαφορές έως 10 δραχμών.… … Dictionary of Greek
Τεσσαράκοντα μάρτυρες — Μάρτυρες του χριστιανισμού. Η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη τους στις 9 Μαρτίου και η Δυτ. Oρθόδοξη Eκκλησία την επομένη. Το 320, ο ηγεμόνας Αγρικόλας, εκτελώντας διαταγή του αυτοκράτορα Λικίννιου, ζήτησε από τους στρατιώτες του να… … Dictionary of Greek
Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Λακωνίας, ΒΑ της Σπάρτης, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Μονεμβασίας και Σπάρτης. Πρωτοχτίστηκε τον 14ο αι., αλλά ξαναχτίστηκε, σε κοντινή προς το αρχικό θέση, στις αρχές του 17ου αι. Το καθολικό του αγιογραφήθηκε … Dictionary of Greek
Тессараконта — (οί Τεσσαράκοντα) коллегия 40 судей в Афинах. Судьи эти были учреждены Писистратом, но тогда назывались судьями по демам (οί κατά δήμους δικασταί); они по мере необходимости объезжали все демы (т. е. деревни, местечки; клисфеновских демов тогда… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
σαράκοντα — Μ άκλ. (αριθμτ.) τεσσαράκοντα, σαράντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού τεσσαράκοντα με αποκοπή τής συλλαβής τε(σ) λόγω τού ότι θεωρήθηκε ως αιτ. τού άρθρου: τὲς σαράκοντα] … Dictionary of Greek
σαράντα — ΝΜ άκλ. (απόλ. αριθμτ.) 1. ο αριθμός που δηλώνει τέσσερεις δεκάδες, τεσσαράκοντα («σαράντα παλληκάρια από τη Λεβαδιά», δημ. τραγούδι) 2. (με άρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαράντα α) το τεσσαρακοστό έτος τής ηλικίας («μπαίνω στα σαράντα») β) η… … Dictionary of Greek
Sampi — This article is about the letter. For other uses, see Sampi (disambiguation). Greek alphabet Αα … Wikipedia