-
1 τεσσαρακοντά-πηχυς
τεσσαρακοντά-πηχυς, υ, gen. εος, vierzig Ellen lang, Ath. V, 202 b.
-
2 τεσσαρακοντάπηχυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεσσαρακοντάπηχυς
-
3 τεσσαρακοντάπηχυς
τεσσαρακοντά-πηχυς, υ, vierzig Ellen lang
См. также в других словарях:
τεσσαρακοντάπηχυς — υ, ΜΑ αυτός που έχει μήκος ή ύψος ίσο με σαράντα πήχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + πῆχυς (πρβλ. πεντηκοντά πηχυς)] … Dictionary of Greek