-
1 τερθρωτήρ
-
2 τερθρωτήρ
-
3 τερθρηδών
См. также в других словарях:
τερθρωτήρ — the part of a ship from which the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερθρωτήρ — ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) το άκρο τής πρώρας πλοίου όπου ο πρωρεύς φύλαγε σκοπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον* «άκρον» + επίθημα (ω)τήρ (πρβλ. πλωτήρ)] … Dictionary of Greek
τερθρηδών — όνος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) τερθρωτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον + επίθημα ηδών (πρβλ. τερηδών, τενθρηδών)] … Dictionary of Greek