-
1 τερθρηδών
-
2 τερθρωτήρ
-
3 τερθρωτήρ
См. также в других словарях:
τερθρηδών — όνος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) τερθρωτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον + επίθημα ηδών (πρβλ. τερηδών, τενθρηδών)] … Dictionary of Greek
1 τερθρηδών
2 τερθρωτήρ
3 τερθρωτήρ
τερθρηδών — όνος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) τερθρωτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον + επίθημα ηδών (πρβλ. τερηδών, τενθρηδών)] … Dictionary of Greek