Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τερθρωτήρ

См. также в других словарях:

  • τερθρωτήρ — the part of a ship from which the masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερθρωτήρ — ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) το άκρο τής πρώρας πλοίου όπου ο πρωρεύς φύλαγε σκοπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον* «άκρον» + επίθημα (ω)τήρ (πρβλ. πλωτήρ)] …   Dictionary of Greek

  • τερθρηδών — όνος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) τερθρωτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρθρον + επίθημα ηδών (πρβλ. τερηδών, τενθρηδών)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»