-
1 τελέτης
-
2 Τελετής
-
3 Τελετῆς
-
4 τελετής
-
5 τελετῆς
-
6 τελέτης
τελέτης, ὁ, der Eingeweihte -
7 τελετής
A = τελεστής, ἱεροφάντης, Euphron.1, Demetr. ap. D.H.Pomp.2.6, Cleanth.Stoic.1.123 codd.Epiphan. (cf. τελεστής); in PLond.1821.262, τελετάς = 'all they that belong to Dionysus'.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελετής
-
8 τελετή
τελετήςmasc voc sg——————τελετήrite: fem dat sg (attic epic ionic)τελετήςmasc dat sg (attic epic ionic) -
9 τελετάν
τελετά̱ν, τελετήrite: fem acc sg (doric aeolic)τελετά̱ν, τελετήςmasc acc sg (epic doric aeolic)τελετήςmasc acc sg -
10 τελετάς
τελετά̱ς, τελετήrite: fem acc plτελετά̱ς, τελετήςmasc acc plτελετά̱ς, τελετήςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
11 церемония
-и θ.1. εθιμοτυπία, εθιμοταξία, εθιμοτυπικοί κανόνες τελετής• τελετή•церемония приветствия εθιμοτυπία χαιρετισμού•
церемония бракосочетания εθιμοτυπία γαμήλιας τελετής•
погребальная церемония εθιμοτυπία κηδείας.
|| το τυπικό, το συνηθισμένο.2. φιλοφρόνηση, τσιριμόνια•оставь свойцеремонияи άφησε τις φιλοφρονήσεις σου.
-
12 βέβηλος
βέβηλος, ον (βαίνω), zugänzlich, was man ungehindert betreten darf, dem Geweihten entgegengesetzt, Suid. τὰ μὴ ὅσια μηδὲ ἱερά, παντὶ δὲ βάσιμα; ἄλσος Aesch. Suppl. 504; Soph. O. C. 10; Thuc. 4, 97 u. Folgde. Von Menschen, nicht eingeweiht, τινός, z. B. τελετῆς καὶ ἡλίου Antiphil. 33 (IX, 298); mit ἄγροικος vrbdn Plat. Conv. 218 b; so bes. Sp., unheilig, unrein. – Von Speisen, die man essen darf, Ath. II, 65 f.
-
13 одежда
одеждаж τά ροῦχα, ὁ ρουχισμός, ἡ ἐνδυμασία:форменная \одежда ἡ στολή· парадная \одежда ἡ μεγάλη στολή, ἡ στολή τελετής· верхняя \одежда τό ἐπανωφόρι[ον], τό παλτό. -
14 τελετά
-
15 τελετᾷ
-
16 τελετάν
-
17 τελετᾶν
-
18 τελετήσι
-
19 τελετῇσι
-
20 τελετήσιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τελετής — ὁ, Α [τελετή] τελεστής … Dictionary of Greek
Τελετῆς — Τελετή rite fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελετῆς — τελετή rite fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελετῆ — τελετής masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek