-
1 τεκειν
-
2 τεκεῖν
[чтобы] родитьродитьΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τεκεῖν
-
3 πιμπλημι
(impf. ἐπίμπλην, fut. πλήσω, aor. ἔπλησα - эп. πλῆσα; pass.: aor. ἐπλήσθην, pf. πέπλησμαι) тж. med.1) наполнять(πήρην σίτου καὴ κρειῶν Hom.; τὸ πλοῖον καλάμης Her.; σπόγγον ὄξους NT.)
π. μένεός τινα Hom. — придать кому-л. силу;πλησάμενοι νῆας Hom. — нагрузив свои корабли;δάκρυσι πλησθείς Thuc. — весь в слезах;ὅταν δὲ πλησθῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ Soph. — когда ты досыта наглядишься на болезнь (Филоктета);αἱμάτων τινὸς πλησθῆναι Soph. — упиться чьей-л. кровью;πλησθῆναι — (о самках) Arst. забеременеть2) med. ( о времени) исполняться, оканчиваться(ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τῆς λειτουργίας NT.) или наступать (ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν NT.)
См. также в других словарях:
τεκεῖν — τίκτω bring into the world aor inf act (attic epic doric) τίκτω bring into the world fut inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CERNERE veterib. Latinis — idem quod decernere postmodum, i. e. dimicare. Aliquando cum casu, ut Cernere bellum apud Poetam Latinum, cuius meminit Seneca, Ep. 58. Cernere vitam, in versibus Ennianis: quod Euripides in Medea dixit, ὡς τρὶς ἂν παῤ ἀσπίδα ςτῆναι, θέλοιμ᾿ ἂν… … Hofmann J. Lexicon universale
JURAMENTUM — in iudiciis et actionrbus, apud omnes semper gentes, cum circalitigantes, tum circa testes, non exigui usûs fuit: Unde Arist. μετα θείας παραλήφεως φάσις ἀναποδεικτος, cum divina sibi assumptione Dictio non demonstrabilis, Rhetoric. ad Alex.c. 18 … Hofmann J. Lexicon universale
κύημα — το (AM κύημα) [κυώ] 1. το έμβρυο που βρίσκεται στην κοιλιά τής μητέρας από τη σύλληψη μέχρι τον τοκετό («μάλιστα μὲν μηδ εἰς φῶς ἐκφέρειν κύημα», Πλάτ.) 2. το βλάστημα 3. μτφ. αυτό που συλλαμβάνεται στον νου (α. «κύημα τής φαντασίας» β. «τοὺς… … Dictionary of Greek
πολυτοκία — η, ΝΑ [πολύτοκος] η ιδιότητα τού πολυτόκου, το να γεννάει κανείς πολλά παιδιά είτε σε έναν τοκετό είτε επανειλημμένως («ὤστε καὶ δύο τεκεῖν ἐν ἡμέρᾳ, μετὰ τὴν πολυτοκίαν ἀπέθανον», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. ευφορία, γονιμότητα … Dictionary of Greek
πολυτοκώ — πολυτοκῶ, έω, ΝΑ [πολυτόκος] είμαι πολυτόκος («τῶν ἀλεκτορίδων ἔνιαι πολυτοκήσασαι..., ὥστε καὶ δύο τεκεῖν ἐν ἡμέρᾳ», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
σποργαί — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐρεθισμοὶ εἰς τὸ τεκεῑν» … Dictionary of Greek