Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τεκεῖν

См. также в других словарях:

  • τεκεῖν — τίκτω bring into the world aor inf act (attic epic doric) τίκτω bring into the world fut inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CERNERE veterib. Latinis — idem quod decernere postmodum, i. e. dimicare. Aliquando cum casu, ut Cernere bellum apud Poetam Latinum, cuius meminit Seneca, Ep. 58. Cernere vitam, in versibus Ennianis: quod Euripides in Medea dixit, ὡς τρὶς ἂν παῤ ἀσπίδα ςτῆναι, θέλοιμ᾿ ἂν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • JURAMENTUM — in iudiciis et actionrbus, apud omnes semper gentes, cum circalitigantes, tum circa testes, non exigui usûs fuit: Unde Arist. μετα θείας παραλήφεως φάσις ἀναποδεικτος, cum divina sibi assumptione Dictio non demonstrabilis, Rhetoric. ad Alex.c. 18 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κύημα — το (AM κύημα) [κυώ] 1. το έμβρυο που βρίσκεται στην κοιλιά τής μητέρας από τη σύλληψη μέχρι τον τοκετό («μάλιστα μὲν μηδ εἰς φῶς ἐκφέρειν κύημα», Πλάτ.) 2. το βλάστημα 3. μτφ. αυτό που συλλαμβάνεται στον νου (α. «κύημα τής φαντασίας» β. «τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • πολυτοκία — η, ΝΑ [πολύτοκος] η ιδιότητα τού πολυτόκου, το να γεννάει κανείς πολλά παιδιά είτε σε έναν τοκετό είτε επανειλημμένως («ὤστε καὶ δύο τεκεῖν ἐν ἡμέρᾳ, μετὰ τὴν πολυτοκίαν ἀπέθανον», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. ευφορία, γονιμότητα …   Dictionary of Greek

  • πολυτοκώ — πολυτοκῶ, έω, ΝΑ [πολυτόκος] είμαι πολυτόκος («τῶν ἀλεκτορίδων ἔνιαι πολυτοκήσασαι..., ὥστε καὶ δύο τεκεῖν ἐν ἡμέρᾳ», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • σποργαί — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐρεθισμοὶ εἰς τὸ τεκεῑν» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»