-
121 ευκαιρία
η1) удобный случай; удобный момент; благоприятная возможность; оказия;δράττομαι ( — или επωφελούμαι) της ευκαιρίας — или χρησιμοποιώ την ευκαιρία — воспользоваться удобным случаем;
μου δίδεται η ευκαιρία — мне представляется удобный случай;
βρίσκω ευκαιρία — пользоваться удобным случаем;
αν παρουσιαστεί ευκαιρία — или ευκαιρίας δοθείσης ( — или τυχούσης) — если представится удобный случай;
2) свободное время, досуг;§ είς πρώτην ευκαιρίαν — при первой возможности;
με πρώτη ευκαιρία — при первом удобном случае; — с первой оказией;
αγοράζω σε τιμή ευκαιρίας — дёшево купить, купить по случаю;
με την ευκαιρία, επ' ευκαιρία — или επί τη ευκαιρία — по случаю чего-л.; — в связи с чём-л.;
με την ευκαιρία της επετείου — по случаю годовщины;
επ' ευκαιρία της μεταβάσεως του — в связи с его переездом
-
122 ευχαρίστηση
[-ις (-εως)] η удовольствие, удовлетворение, удовлетворённость, довольство; радость, наслаждение;αίσθάνομαι ευχαρίστηση — испытывать удовольствие, удовлетворение;
βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι — находить удовольствие в чём-л.;
προξενώευχαρίστησησέ κάποιον — доставлять удовольствие кому-л.;
§ έχω τήν ευχαρίστηση... — я очень рад (доволен, счастлив), для меня большое удовольствие...;
άν έχετε την ευχαρίστηση — если вам угодно;
λάβετε την ευχαρίστηση — будьте любезны;
με ευχαρίστηση — с удовольствием
-
123 ησυχία
η1) спокойствие, тишина, мир; покой;διατάραξη της κοινής ησυχίας και τάξεως — нарушение общественной тишины и порядка;
εδώ έχω την ησυχία μου — здесь меня никто и ничто не беспокоит;
είναι ησυχία — тихо;
2) спокойствие, безмятежность;κάνετε λίγο ησυχία! — замолчите, пожалуйста!, помолчите немного!;
πάμε να κουβεντιάσουμε πέρα εκεί στην ησυχία — пойдём туда, там мы сможем поговорить спокойно;
3) покой, отдых;πουθενά δεν βρίσκω ησυχία — я нигде не нахожу покоя;
ησυχία δεν έχει αυτό το παιδί — это очень неспокойный ребёнок;
§ με την ησυχία μου (σου...) — спокойно, не спеша;
τί νέα;— Ησυχία! какие новости? — Ничего особенного;ησυχία! тихо!;
άφησέ με στην ησυχία μου — оставь меня в покое
-
124 θάρρος
τό1) храбрость, смелость, отвага, мужество;άνθρωπος άνευ θάρρους — малодушный человек;
επιδεικνύω θάρρος — проявлять храбрость, мужество;
εμπνέω θάρρος — поднять дух, вдохнуть мужество, подбодрить;
έχε θάρρος — мужайся, крепись;
ξαναπαίρνω θάρρος — воспрянуть духом;
παίρνω θάρρος — бодриться;
παίρνω ( — или λαμβάνω) το θάρρος να... — позволять себе, осмеливаться...;
βρίσκω το θάρρος να... — хватает духу, чтобы...;
χάνω το θάρρος — а) трусить, проявлять малодушие; — б) падать духом;
με θάρρος — или μετά θάρρους — мужественно, смело;
2) наглость; бесцеремонность; фамильярность;παίρνω πολύ θάρρος — обнаглеть;
δίνω θάρρος — давать волю, много позволять (кому-л.), распустить (кого-л.);
με όλον το θάρρος — без церемоний, запросто;
3) уверенность (в ком-л.); надежда;έχω το θάρρος ( — или τα θάρρη) μου σε... — возлагать надежды, надеяться на кого-л.;
4) близость, близкие отношения;έχω το θάρρος μαζί του ( — или μ' αυτόν) — я с ним близок
-
125 καιρός
ο1) время;χάνω καιρό — терять время;
χάνω τον καιρό μου — напрасно терять время, напрасно стараться;
μη χάνετε καιρο — не теряйте времени, спешите;
2) удобный случай, подходящий момент, пора;εν καιρώ τω δέοντι — в подходящий момент;
βρίσκω (τον) καιρο — находить подходящий момент;
3) пора расцвета, созревания;είναι στον καιρό της η κοπέλλα — девушка в самом соку; — девушке пора замуж;
4) погода;ακατάστατος καιρός — неустойчивая погода;
κάνει καλό καιρο — стоит хорошая погода;
εξαρτάται απ' τον καιρό — зависит от погоды;
5) время, времена; эпоха, эра;καιροί — ой μενετοί — время не ждёт;
στον παληό καιρό — в старые времена;
§ θέλει καιρούς και ζαμάνια γιά να γίνει — для этого требуется длительное время;
περνώ τον καιρό μου — проводить время;
έχω καιρό να τον (1)δώ — я давно его не видел;
καιρός να τού δίνουμε — пора убираться; — пора смываться (прост.);
είναι καιρός πού μας άφησε χρόνια — он давно уже умер;
μιά φορά κι' έναν καιρό — когда-то, однажды (в сказках);
από τον καιρό τού Νώε — при царе Горохе;
με τον καιρό — со временем;
προ καιρου — давно;
πρίν (από) λίγο καιρό — или προ ολίγου καιρου — недавно, с недавних пор, с недавнего времени;
από καιρό σε καιρο — или από καιρού εις καιρόν — время от времени;
κατά καιρους — временами; — в разное время, периодически;
εν καιρώ — в нужное время, в нужный момент;
γνά πολύν καιρό — надолго;
τον καιρός πού... — в то время как...;
τον κακό σου τον καιρό! — или κακό καιρό να 'χεις! — чтоб тебе пусто было!, чтоб тебе добра не видать! (проклятие);
καιρός ήτανε — давно бы так;
ο καιρός επείγει ( — или βιάζει) — время не ждёт;
κάθε πράμα στον καιρό του κι' αυγά κόκκινα το Πάσχα — или κάθε πράγμα στον καιρό του (κι' ο κολιός τον Αύγουστο) — или καιρός παντί πράγματι — погов, каждому овощу своё время, всему своё время;
ο καιρός είναι γιατρός — погов, время — лучший лекарь;
έχει ο καιρός γυρίσματα να πληρωθούν τα πείσματα — погов, придёт время, он пожалеет об этом; — он получит по заслугам
-
126 κατάλυμα
τό1) ночлег;βρίσκω κατάλυμα — останавливаться на ночлег;
2) воен.:κατάλυμα (στρατιωτικόν) — постой;
έχω ( — или κάνω) κατάλυμα — останавливаться на постой
-
127 κατανόηση
[-ις (-εως)] η полное понимание;αμοιβαία κατανόηση — взаимопонимание;
βρίσκω κατανόηση — встречать полное понимание
-
128 καταφύγι(ον)
τό1) убежище, укрытие;καταφύγι(ον) απ' τούς βομβαρδισμούς — бомбоубежище;
σκεπασμένο καταφύγι(ον) — крытый блиндаж;
2) пристанище (о месте); прибежище (тж. о человеке);βρίσκω καταφύγι(ον) — находить пристанище
См. также в других словарях:
βρίσκω — βρίσκω, βρήκα βλ. πίν. 114 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βρίσκω — βρήκα, έθηκα 1. ανακαλύπτω κάτι που αναζητώ και ήταν χαμένο: Βρήκα το πορτοφόλι μου. 2. κρίνω, νομίζω: Βρίσκεις ότι αυτό είναι σωστό; 3. κληρονομώ κάτι: Ό,τι έχει ταβρήκε απ το θείο του. 4. σοφίζομαι, επινοώ: Βρίσκει πάντα τρόπο και ξεφεύγει. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
ανακαλύπτω — (Α ἀνακαλύπτω) νεοελλ. 1. βρίσκω κάτι μετά από αναζήτηση ή έρευνα 2. βρίσκω, γνωρίζω κάτι που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο μέχρι τώρα 3. βρίσκω κάτι διαφορετικό ή παρεμφερές με το ήδη γνωστό αρχ. 1. ξεσκεπάζω, φανερώνω 2. αφαιρώ το κάλυμμα,… … Dictionary of Greek
Kalamatianos — The Kalamatianos Dance is one of the most well known dances of Greece. It is Pan Hellenic and is danced at every social gathering.HistoryThe roots of kalamatianos can be found in antiquity. Homer, in the Iliad, describes three performances made… … Wikipedia
Vrisko To Logo Na Zo — Infobox Album | Name = Vrisko To Logo Na Zo Type = studio Artist = Elena Paparizou Released = June 12, 2008 Recorded = 2008 Genre = Pop rock, House, Pop, Modern Laïka, Ambient music Length = 49:44 Language = Greek Label = Sony BMG/RCA Producer =… … Wikipedia
βρισκούμενο — το 1. τα υπάρχοντα, η περιουσία 2. ό,τι υπάρχει πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία και κατά τύχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίσκω. Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένη μετοχή του μέσου ενεστώτα του βρίσκω. Τέτοιες μετοχές δεν έχουν μόνον σημασία ενεστώτα, αλλά… … Dictionary of Greek
δήω — (I) δήω (Α) βρίσκω, συναντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέθηκε με αρχ. σλαβ. desiti «βρίσκω», αρχ. ινδ. abhi dāsati «διώκω, επιδιώκω» και αλβ. ndesh «συναντώ»]. (II) δήω (Α) καίω … Dictionary of Greek
ενευκαιρώ — ἐνευκαιρῶ, έω (AM) μσν. βρίσκω ευκαιρία, βρίσκω κατάλληλο, ευνοϊκό καιρό αρχ. μσν. περνώ τον καιρό μου, ασχολούμαι με κάτι («ἐνευκαιρεῑν διαβολαῑς», Φίλ.) … Dictionary of Greek
επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… … Dictionary of Greek
κουρνιάζω — 1. (για όρνιθες και γεν. για πνηνά) κοιμάμαι στην κούρνια, αναπαύομαι κατά τη νύχτα 2. (για ανθρώπους) βρίσκω κατάλυμα, διανυκτερεύω, βρίσκω καταφύγιο 3. κοιμάμαι νωρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κούρνια κατά το σχήμα φωλιά: φωλιάζω και κατά το συνώνυμό … Dictionary of Greek