-
61 разобраться
ξεκαθαρίζω, βρίσκω άκρη; καταλαβαίνω ( понять) -
62 воспользоваться
воспользоватьсясов ἐπωφελοῦμαι:\воспользоваться случаем ἐκμεταλλεύομαι τήν εὐκαιρία, ἐπωφελούμαι τής εὐκαιρίας' \воспользоваться чем-л. в качестве предлога βρίσκω (или χρησιμοποιώ) σάν πρόφαση. -
63 встречать
встречатьнесов1. συναντώ, (συν)α-παντῶ, ἀνταμώνω·2. (получать, испытывать) συναντώ, βρίσκω:\встречать отказ παίρνω ἀρνητική ἀπάντηση· \встречать затруднения συναντώ δυσκολίες·3. (принимать) ὑποδέχομαι·4. (выходить навстречу) προϋπαντώ, ὑποδέχομαι, βγαίνω νά προϋπαντήσω· ◊ \встречать Новый год γιορτάζω τήν πρωτοχρονιά. -
64 выкраивать
выкраиватьнесов1. κόβω·2. перен:\выкраивать время βρίσκω (или ἐξοικονομώ) καιρό· \выкраивать деньги ἐξοικονομώ χρήματα. -
65 вычитать
вычитать Iнесов1. мат ἀφαιρώ, βγάζω, ὑφαιρῶ·2. (удерживать) κρατώ, κάνω κράτηση.вычитать IIсов, вычитывать несов1. узнавать при чтении) διαβάζω κάπου или βρίσκω κάπου γραμμένο):\вычитать из газет διαβάζω στήν ἐφημερίδα·2. (рукопись) παραβάλλω, ἐλέγχω (τό χειρόγραφο). -
66 добираться
добиратьсянесов φτάνω, Ερχομαι:\добираться до дому φτάνω στό σπίτι μου· \добираться до берега φτάνω στήν δχθη (ἀκτή)· \добираться до истины βρίσκω τήν ἀλήθεια· ◊ смотри́, я еще доберусь до тебя! разг ἔννοια σου, θά σέ κανονίσω! -
67 добиться
доби́тьсясов κατορθώνω, πετυχαίνω:\добиться успехов ἔχω ἐπιτυχίες, πετυχαίνω· \добиться согласия πετυχαίνω τή συγκατάθεση· \добиться своего πετυχαίνω τό σκοπό μου· \добиться победы νικῶ· \добиться то́лку καταφέρνω νά μάθω, βρίσκω ἄκρη. -
68 доходить
доходитьнесов1. (приходить, достигать) φτάνω, φθάνω:вода доходит до краев τό νερό φτἀνει ὡς τά χείλια· \доходить с опозданием φτάνω μέ καθυστέρηση2. перен φτάνω, φθάνω, καταντώ:\доходить до крайности φτάνω στά ἄκρα, τό παρακάνω· \доходить до истощения φθάνω σέ ἐξάντληση· дело дошло́ до того, что... ἡ ὑπόθεσις (или τό πρᾶγμα) ἔφθασε σέ τέτοιο σημείο πού...·3. (до готовности) γίνομαι, ψήνομαι (довариваться)! ὠριμάζω (дозревать):тесто доходит τό ζυμάρι φουσκώνει, τό ζυμάρι ἀνεβαίνει· помидоры (персики) доходят οἱ ντομάτες (τά ροδάκινα) ὠριμάζουν ◊ у меня руки не доходят до... δέν μοῦ μένει καιρός νά...· \доходить своим умом βρίσκω μόνος μου, κατορθώνω κάτι μέ τις Ικανότητες μου. -
69 застигать
застигатьнесов, застигнуть сов βρίσκω, πιάνω, προκάνω:\застигать врасплох αἰφνιδιάζω· нас застиг дождь μᾶς ἐπιασε (ή) βροχή. -
70 знать
зна||ть Iнесов1. (быть осведомленным) ξέρω, μαθαίνω:\знать о поездке μαθαίνω γιά ταξίδι· знаешь... ξέρεις...·2. (иметь знания) ξέρω, ήξεύρω, γνωρίζω:\знать свое дело ξέρω τή δουλειά μου· \знатьете ли вы греческий язык? ξέρετε ἐλληνικά;· \знать понаслышке ἔχω ἀκουστά, γνωρίζω κάτι ἐξ ἀκοής· насколько я \знатью... ἀπ· δτι ξέρω...· не \знать, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· \знать наизу́сть ξέρω ἀπ' ἔξω·3. (быть знакомым) γνωρίζω, ξέρω:\знать кого-л. с детства γνωρίζω κάποιον παιδί (или ἀπ· τά παιδικά μου χρόνια)· \знать в лицо́ γνωρίζω ἐξ ὀψεως· \знать лично γνωρίζω προσωπικά· ◊ \знать как свой пять пальцев ξέρω κάτι σάν τήν' τσέπη μου· \знать толк в чем^л. σκαμπάζω σ'αὐτά, ξέρω καλά κάτι· кто его́ \знатьет ποιος τόν ξέρει, ποιός ξέρει· как \знать, почем \знать ποῦ νά ξέρεις, ποιός ξέρει· не \знать покоя δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν ἡσυχάζω· \знать меру κρατώ τή ρέγουλα, τηρώ τό μέτρον дать \знать кому́-л. εἰδο-ποιῶ κάποιον \знать себе цену ξέρω τήν ἀξία μου· делайте как \знатьете κάνετε ὅπως νομίζετε, κάνετε ὅπως ξέρετε.знать II ж собир. ἡ ἀριστοκρατία, τό ἀρχοντολογι, οἱ είίγενείς, οἱ εὐπατρίδες. -
71 изловчиться
изловчитьсясов разг μηχανεύομαι, βρίσκω τρόπο, καταφέρνω ἐπιτήδεια -
72 иитегрировать
иитегр||и́роватьсов и несов мат βρίσκω τό ὁλοκλήρωμα. -
73 набираться
набирать||сянесов1. (скапливаться) μαζεύομαι, μαζώνομαι, συναθροίζομαι, συσσωρεύομαι·2. (чего-л.):\набиратьсяся ума βάζω μυαλό· \набиратьсяся сил δυναμώνω· \набиратьсяся храбрости βρίσκω τό κουράγιο. -
74 набрести
набрести́сов βρίσκω, ἀπαντώ:\набрести на чей-л. след πέφτω πάνω στά ἰχνη κάποιου· \набрести на удачную мысль μοῦ Ερχεται μιά ἐνδιαφέρουσα Ιδέα. -
75 наплакаться
наплакать||ся1. κλαίω πολύ, βάζω τά κλαμματα·2. (испытывать неприятности) разг ἔχω μπελάδες, βρίσκω τόν μπελά μου:он еще наплачется с ней θά ἔχει πολλούς μπελάδες μ' αὐτήν. -
76 нарываться
нарыватьсянесов разг πέφτω πάν συναντώ:\нарываться на кого-л. συναντώ κάποια ἀναπάντεχα· \нарываться на грубость συναν ἀγενή συμπεριφορά· \нарываться на неприятное· βρίσκω μπελάδες. -
77 настигнуть
настигнутьсов βρίσκω, πετυχαίνω (μετ.):пу́ля настигла врага τό βόλι βρήκε τόν ἐχθρό. -
78 недоставать
недоста||ватьнесов безл λείπω:мне \недоставатьет денег δέν μοῦ φθάνουν τά χρήματα· \недоставатьет слов, чтобы... δέν βρίσκω λόγια γιά νά...· \недоставатьет опыта λείπει ἡ πείρα· мне тебя \недоставатьет μοῦ λείπεις· ◊ э́того еще (только) \недоставатьвало! разг αὐτό μᾶς ἔλειπε! -
79 ночлег
ночле||гм τό κατάλυμα (место ночле-гаУ ἡ διανυκτέρευση [-ις] (ночевка):ос-таноаи́ться на \ночлег διανυκτερεύω, βρίσκω κατάλυμα. -
80 нрав
нравм τό ήθος, ὁ χαρακτήρ:крутой \нрав ὁ ἀπότομος χαρακτήρας· она была веселого \нрава είχε εὐθυμο χαρακτήρα· прийтись по \нраву βρίσκω τοῦ γούστου μου· это ему́ не по \нраву разг δέν εἶναι τοῦ γούστου του. \нравы мн. τά ήθη:\нрав и обычаи τά ήθη καί εθιμα.
См. также в других словарях:
βρίσκω — βρίσκω, βρήκα βλ. πίν. 114 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βρίσκω — βρήκα, έθηκα 1. ανακαλύπτω κάτι που αναζητώ και ήταν χαμένο: Βρήκα το πορτοφόλι μου. 2. κρίνω, νομίζω: Βρίσκεις ότι αυτό είναι σωστό; 3. κληρονομώ κάτι: Ό,τι έχει ταβρήκε απ το θείο του. 4. σοφίζομαι, επινοώ: Βρίσκει πάντα τρόπο και ξεφεύγει. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
ανακαλύπτω — (Α ἀνακαλύπτω) νεοελλ. 1. βρίσκω κάτι μετά από αναζήτηση ή έρευνα 2. βρίσκω, γνωρίζω κάτι που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο μέχρι τώρα 3. βρίσκω κάτι διαφορετικό ή παρεμφερές με το ήδη γνωστό αρχ. 1. ξεσκεπάζω, φανερώνω 2. αφαιρώ το κάλυμμα,… … Dictionary of Greek
Kalamatianos — The Kalamatianos Dance is one of the most well known dances of Greece. It is Pan Hellenic and is danced at every social gathering.HistoryThe roots of kalamatianos can be found in antiquity. Homer, in the Iliad, describes three performances made… … Wikipedia
Vrisko To Logo Na Zo — Infobox Album | Name = Vrisko To Logo Na Zo Type = studio Artist = Elena Paparizou Released = June 12, 2008 Recorded = 2008 Genre = Pop rock, House, Pop, Modern Laïka, Ambient music Length = 49:44 Language = Greek Label = Sony BMG/RCA Producer =… … Wikipedia
βρισκούμενο — το 1. τα υπάρχοντα, η περιουσία 2. ό,τι υπάρχει πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία και κατά τύχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίσκω. Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένη μετοχή του μέσου ενεστώτα του βρίσκω. Τέτοιες μετοχές δεν έχουν μόνον σημασία ενεστώτα, αλλά… … Dictionary of Greek
δήω — (I) δήω (Α) βρίσκω, συναντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέθηκε με αρχ. σλαβ. desiti «βρίσκω», αρχ. ινδ. abhi dāsati «διώκω, επιδιώκω» και αλβ. ndesh «συναντώ»]. (II) δήω (Α) καίω … Dictionary of Greek
ενευκαιρώ — ἐνευκαιρῶ, έω (AM) μσν. βρίσκω ευκαιρία, βρίσκω κατάλληλο, ευνοϊκό καιρό αρχ. μσν. περνώ τον καιρό μου, ασχολούμαι με κάτι («ἐνευκαιρεῑν διαβολαῑς», Φίλ.) … Dictionary of Greek
επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… … Dictionary of Greek
κουρνιάζω — 1. (για όρνιθες και γεν. για πνηνά) κοιμάμαι στην κούρνια, αναπαύομαι κατά τη νύχτα 2. (για ανθρώπους) βρίσκω κατάλυμα, διανυκτερεύω, βρίσκω καταφύγιο 3. κοιμάμαι νωρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κούρνια κατά το σχήμα φωλιά: φωλιάζω και κατά το συνώνυμό … Dictionary of Greek