-
21 дефект
το ελάττωμα, η ατέλεια, η ελαττωματικότηταвыявлять - βρίσκω το -, παρουσιάζω το -обнаруживать - ανιχνεύω/βρίσκω το -устранять - εξαλείφω/διορθώνω το -скрытый - λανθάνον -, μη ορατό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефект
-
22 интеграл
мат. το ολοκλήρωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интеграл
-
23 повреждение
η βλάβ/η, (ухудшение, износ) η φθοράвыявлять - βρίσκω/ανιχνεύω τη -определять место - яπροσδιορίζω/βρίσκω το σημείο της - ηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > повреждение
-
24 добывать
-
25 достать
достать 1) (дотянуться) φτάνω, πιάνω 2) (приобрести) βρίσκω, αποχτώ 3) (вынуть) βγάζω, παίρνω* * *1) ( дотянуться) φτάνω, πιάνω2) ( приобрести) βρίσκω, αποχτώ3) ( вынуть) βγάζω, παίρνω -
26 застать
застать βρίσκω, συναντώ \застать врасплох αιφνιδιάζω" я его не \застатьл δεν τον βρήκα* * *βρίσκω, συναντώзаста́ть враспло́х — αιφνιδιάζω
я его́ не заста́л — δεν τον βρήκα
-
27 найти
найти βρίσκω· я не нашёл... δε βρήκα...· как мне \найти? πώς να βρω; \найтись βρίσκομαι* * *я не нашёл… — δε βρήκα…
как мне найти́? — πώς να βρω
-
28 ночлег
ночлег м η διανυκτέρευση· το κατάλυμα (место)· остановиться на \ночлег διανυκτερεύω, βρίσκω κατάλυμα* * *мη διανυκτέρευση; το κατάλυμα ( место)останови́ться на ночле́г — διανυκτερεύω, βρίσκω κατάλυμα
-
29 отклик
отклик м 1) (ответ) η ανταπόκριση, η απάντηση· η γνώμη (отзыв ) 2) прям., лерен. (резонанс) η απήχηση, η αντήχηση· получить широкий \отклик έχω (βρίσκω) πλατιά απήχηση* \отклики в печати η απήχηση στον τύπο* * *м2) прям., перен. ( резонанс) η απήχηση, η αντήχησηполучи́ть широ́кий о́тклик — έχω (βρίσκω) πλατιά απήχηση
о́тклики в печа́ти — η απήχηση στον τύπο
-
30 отыскать
-
31 разыскать
-
32 язык
язык м в разн. знач. η γλώσσα· разговорный \язык η καθομιλουμένη γλώσσα; литературный \язык η λογοτεχνική γλώσσα; владеть иностранным \языком κατέχω (или ξέρω καλά) ξένη γλώσσα; найти общий \язык с кем-л. βρίσκω κοινή γλώσσα με κάποιον ◇ язык до Киева доведёт ρωτώντας πας στην Πόλη* * *м в разн. знач.η γλώσσαразгово́рный язы́к — η καθομιλουμένη γλώσσα
литерату́рный язы́к — η λογοτεχνική γλώσσα
владе́ть иностра́нным языко́м — κατέχω ( или ξέρω καλά) ξένη γλώσσα
найти́ о́бщий язы́к с кем-л. — βρίσκω κοινή γλώσσα με κάποιον
••язы́к до Ки́ева доведёт — ρωτώντας πας στην Πόλη
-
33 доискаться
доискатьсясов (чего-л.) разг κατορθώνω νά βρῶ, βρίσκω, εὐρίσκω, ἀνακαλύπτω:\доискаться истины (причины) βρίσκω τήν ἀλήθειαν (τήν αίτία). -
34 докапываться
докапыватьсянесов1. (до чего-л.) σκάβω ὡς ἕνα ὁρισμένο σημείο·2. перен разг ἀνακαλύπτω, βρίσκω:\докапываться до истинной причины βρίσκω τήν πραγματική αίτια. -
35 доставать
доста||ва́тьнесов1. (до чего-α.) φτάνω, ἀγγίζω, πιάνω:\доставать до потолка φτάνω ὡς τό ταβάνι· \доставать до дна ἀγγίζω τόν πάτο·2. (вынимать) βγάζω, παίρνω:\доставать из портфе́ля βγάζω ἀπό τό χαρτοφύλακα·3. (приобретать, добывать) βρίσκω, προμηθεύομαι, πορίζομαι:\доставать материа́л для постройки προμηθεύομαι ὑλικά γιά τό χτίσιμο· \доставать билет в театр βρίσκω είσιτήριο γιά τό θέατρο·4. безл (быть достаточным) φτάνει, ἐπαρκεί:не \доставать δέν φτάνει, δέν ἐπαρκεί· \доставатьваться1. (выпадать на долю) τυχαίνω, λαχαίνω·2. безл разг:ему́ часто \доставатьется от матери τίς ἀρπάζει συχνά ἀπό τή μητέρα του, τρώει συχνά κατσάδα ἀπό τή μητέρα του. -
36 заставать
заставатьнесов βρίσκω, πετυχαίνω (κάποιον):\заставать врасплох αἰφνιδιάζω, βρίσκω ἀπροετοίμαστο· \заставать на месте преступления συλλαμβάνω ἐπ' αὐτοφώρω. -
37 нащупать
нащупатьсов, нащупывать несов1. ψηλαφώ, πασπατεύω, ψάχνω:\нащупать в темноте ψηλαφώ στά σκοτεινά·2. перен (έ-) βρίσκω:\нащупать по́чву βολιδοσκοπώ, ἐξετάζω τό ἐδαφος· \нащупать правильный путь βρίσκω σωστό δρόμο. -
38 отыскать
отыскатьсов, отыскивать несов ψάχνω καί βρίσκω, βρίσκω (найти потерянное)/ ἀνακαλύπτω (обнаруживать). -
39 пиковый
пи́ков||ыйприл карт. τής πίκας, τοῦ μπαστουνιοῦ:\пиковыйая дама ἡ ντάμα πίκά \пиковый туз ὁ ἄσσος μπαστούνι· ◊ остаться при \пиковыйом интересе разг τήν παθαίνω χιώτικα, τήν παθαίνω σάν ἀγράμματος· попасть в \пиковыйое положение τά βρίσκω μπαστούνια, τά βρίσκω σκούρα. -
40 приискать
приискатьсов, приискивать несов βρίσκω, εὐρίσκω, ἐξευρίσκω:\приискать квартиру βρίσκω διαμέρισμα.
См. также в других словарях:
βρίσκω — βρίσκω, βρήκα βλ. πίν. 114 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βρίσκω — βρήκα, έθηκα 1. ανακαλύπτω κάτι που αναζητώ και ήταν χαμένο: Βρήκα το πορτοφόλι μου. 2. κρίνω, νομίζω: Βρίσκεις ότι αυτό είναι σωστό; 3. κληρονομώ κάτι: Ό,τι έχει ταβρήκε απ το θείο του. 4. σοφίζομαι, επινοώ: Βρίσκει πάντα τρόπο και ξεφεύγει. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 … Dictionary of Greek
ανακαλύπτω — (Α ἀνακαλύπτω) νεοελλ. 1. βρίσκω κάτι μετά από αναζήτηση ή έρευνα 2. βρίσκω, γνωρίζω κάτι που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο μέχρι τώρα 3. βρίσκω κάτι διαφορετικό ή παρεμφερές με το ήδη γνωστό αρχ. 1. ξεσκεπάζω, φανερώνω 2. αφαιρώ το κάλυμμα,… … Dictionary of Greek
Kalamatianos — The Kalamatianos Dance is one of the most well known dances of Greece. It is Pan Hellenic and is danced at every social gathering.HistoryThe roots of kalamatianos can be found in antiquity. Homer, in the Iliad, describes three performances made… … Wikipedia
Vrisko To Logo Na Zo — Infobox Album | Name = Vrisko To Logo Na Zo Type = studio Artist = Elena Paparizou Released = June 12, 2008 Recorded = 2008 Genre = Pop rock, House, Pop, Modern Laïka, Ambient music Length = 49:44 Language = Greek Label = Sony BMG/RCA Producer =… … Wikipedia
βρισκούμενο — το 1. τα υπάρχοντα, η περιουσία 2. ό,τι υπάρχει πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία και κατά τύχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίσκω. Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένη μετοχή του μέσου ενεστώτα του βρίσκω. Τέτοιες μετοχές δεν έχουν μόνον σημασία ενεστώτα, αλλά… … Dictionary of Greek
δήω — (I) δήω (Α) βρίσκω, συναντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέθηκε με αρχ. σλαβ. desiti «βρίσκω», αρχ. ινδ. abhi dāsati «διώκω, επιδιώκω» και αλβ. ndesh «συναντώ»]. (II) δήω (Α) καίω … Dictionary of Greek
ενευκαιρώ — ἐνευκαιρῶ, έω (AM) μσν. βρίσκω ευκαιρία, βρίσκω κατάλληλο, ευνοϊκό καιρό αρχ. μσν. περνώ τον καιρό μου, ασχολούμαι με κάτι («ἐνευκαιρεῑν διαβολαῑς», Φίλ.) … Dictionary of Greek
επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… … Dictionary of Greek
κουρνιάζω — 1. (για όρνιθες και γεν. για πνηνά) κοιμάμαι στην κούρνια, αναπαύομαι κατά τη νύχτα 2. (για ανθρώπους) βρίσκω κατάλυμα, διανυκτερεύω, βρίσκω καταφύγιο 3. κοιμάμαι νωρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κούρνια κατά το σχήμα φωλιά: φωλιάζω και κατά το συνώνυμό … Dictionary of Greek