Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τα+βρίσκω

  • 41 туго

    ту́г||о
    1. нареч σφιχτά/ γεμάτα, παραγεμισμένα, φουσκωμένα (плотно):
    \туго набитый кошелек τό γεμδτο πουγγί·
    2. нареч (с трудом) δύσκολα, δυσκόλως, μέ κόπο, μέ ζόρι:
    работа подвигается \туго ἡ δουλειά προχωρεί μέ δυσκολία·
    3. предик безл (плохо):
    мне приходится \туго τά βρίσκω σκοῦρα, τά βρίσκω μπαστούνια· с деньгами у меня сеи́час очень \туго εἶμαι πολύ στενοχωρημένος οἰκονο-μικά.

    Русско-новогреческий словарь > туго

  • 42 улучать

    улучать
    несов, улучить сов βρίσκω:
    улучить момент βρίσκω τήν κατάλληλη στιγμή.

    Русско-новогреческий словарь > улучать

  • 43 meet

    [mi:t] 1. past tense, past participle - met; verb
    1) (to come face to face with (eg a person whom one knows), by chance: She met a man on the train.) συναντώ
    2) ((sometimes, especially American, with with) to come together with (a person etc), by arrangement: The committee meets every Monday.) συνέρχομαι
    3) (to be introduced to (someone) for the first time: Come and meet my wife.) γνωρίζω
    4) (to join: Where do the two roads meet?) συναντιέμαι/υποδέχομαι,προϋπαντώ
    5) (to be equal to or satisfy (eg a person's needs, requirements etc): Will there be sufficient stocks to meet the public demand?) ικανοποιώ,ανταποκρίνομαι σε,καλύπτω
    6) (to come into the view, experience or presence of: A terrible sight met him / his eyes when he opened the door.) εμφανίζομαι
    7) (to come to or be faced with: He met his death in a car accident.) βρίσκω
    8) ((with with) to experience or suffer; to receive a particular response: She met with an accident; The scheme met with their approval.) παθαίνω,βρίσκω,συναντώ,δοκιμάζω,αντιμετωπίζω
    9) (to answer or oppose: We will meet force with greater force.) αντιμετωπίζω
    2. noun
    (a gathering, especially of sportsmen: The local huntsmen are holding a meet this week.) συνάντηση
    - meet someone halfway
    - meet halfway

    English-Greek dictionary > meet

  • 44 pick up

    1) (to learn gradually, without formal teaching: I never studied Italian - I just picked it up when I was in Italy.) μαθαίνω εμπειρικά
    2) (to let (someone) into a car, train etc in order to take him somewhere: I picked him up at the station and drove him home.) παίρνω με το αυτοκίνητο μου
    3) (to get (something) by chance: I picked up a bargain at the shops today.) βρίσκω τυχαία
    4) (to right (oneself) after a fall etc; to stand up: He fell over and picked himself up again.) σηκώνομαι όρθιος
    5) (to collect (something) from somewhere: I ordered some meat from the butcher - I'll pick it up on my way home tonight.) περνώ να πάρω
    6) ((of radio, radar etc) to receive signals: We picked up a foreign broadcast last night.) πιάνω(εκπομπή)
    7) (to find; to catch: We lost his trail but picked it up again later; The police picked up the criminal.) βρίσκω,πιάνω

    English-Greek dictionary > pick up

  • 45 захватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    захватить горсть орехов παίρνω μια φούχτα καρύδια•

    захватить порцию табака παίρνω μια τσιγαριά καπνό•

    поезд успел захватить всех пассажиров το τραίνο μπόρεσε•

    паи πήρε όλους τους επιβάτες,

    2. παίρνω μαζί μου•

    захватить сына в театр παίρνω το γιο στο θέατρο.

    3. μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω αρρώστια.
    4. καταλαβαίνω•

    захватить власть παίρνω την εξουσία.

    || παίρνω, καταλαβαίνω (χώρο, έκταση).
    5. (επ)εκτείνομαι.
    6. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (από πάθος, αισθήματα κ.τ.τ.).
    7. επιπίπτω, βρίσκω•

    нас -ил дождь μας έπιασε βροχή• захватить кого-н. дома βρίσκω κάποιον στο σπίτι•

    захватить ночь θα πιάσει η νύχτα, θα νυχτώσει• -.врасплох αιφνιδιάζω.

    || συλλαμβάνω•

    захватить преступника πιάνω τον εγκληματία.

    8. επεμβαίνω, επιλαμβάνομαι, προλαβαίνω.
    εκφρ.
    дух (ή дакание) -ло (ή захватывает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή.

    Большой русско-греческий словарь > захватить

  • 46 настукать

    ρ.σ.μ.
    1. χτυπώ, βρίσκω με χτύπους•

    настукать пус|туту в стене κρούοντας, βρίσκω το κούφιο μέρος στον τοίχο.

    2. χτυπώ, μεταδίνω με συνθηματικούς χτύπους.
    3. (απλ.) δα-δακτυλογραφώ•

    настукать статью χτυπώ άρθρο στη δα-κτυλογραφομηχανή.

    Большой русско-греческий словарь > настукать

  • 47 обрести

    -ету, -етшь, παρλθ. χρ. обрл,
    рела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. обретший παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обретнный, βρ: -тн, -те-на, -тено,
    επιρ. μτχ. обретя κ. обретши
    ρ.σ.μ.
    (γραπ. λόγος) βρίσκω, αποκτώ•

    обрести клад βρίσκω θησαυρό•

    она -рела душевный покой αυτή βρήκε ψυχική γαλήνη•

    обрести много друзей αποκτώ πολλούς φίλους•

    ищите да обрящете (παλ. κλίση) εκκλσ. ερευνήστε και θα βρήτε.

    Большой русско-греческий словарь > обрести

  • 48 попасть

    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. попал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. попавший ρ.σ.
    1. πέφτω• πετυχαίνω• βρίσκω• χτυπώ•

    камень -ал в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο•

    пуля -ла ему в плечо η σφαίρα τον βρήκε (πέτυχε) στον ώμο.

    2. βρίσκομαι• (κυρίως απροσδόκητα)•

    он -ал под суд αυτός έπεσε στο δικαστήριο•

    -под дождь με πιάνει η βροχή•

    он -ал в милицию αυτόν τον έπιασε η αστυνομία•

    попасть в засаду πέφτω σε ενέδρα•

    εισδύω, μπαίνω, προχωρώ, περνώ, διέρχομαι•

    как ты сюда -ал? πως έπεσες εδώ;

    βρίσκω τυχαία, συναντώ•

    попасть на след πέφτω σε ίχνος.

    3. πέφτω άθελα, σκοντάφτω•

    попасть в лужу πέφτω στη λούτσα.

    4. με ρίχνει, -ουν, κρίνομαι,προσδιορίζομαι•

    он -ал в пехоту τον έρριξαν στο πεζικό.

    || εισάγομαι, μπαίνω•

    он -ал в институт αυτός μπήκε στο ινστιτούτο.

    5. βλ. попасться (2 σημ.).
    6. (απρόσ.)• (για τιμωρία)• θα τις φας ή τις έφαγες• θα σου τις βρέξω ή σου τις έβρεξαν κ.τ.τ.
    7. παρλθ. χρ. ουδ. -ло; где -ло όπως (όπου) τύχει (λάχει)•

    кто (что) -ло όποιος (ό,τι) τύχει (λάχει), αδιάφορα ποιος, τι.

    εκφρ.
    попасть на глаза – με πήρε το μάτι (του)•
    чем (ни) -ло – με ό,τι βρέθηκε μπροστά.
    1. πέφτω, πιάνομαι, συλλαμβάνομαι•

    попасть в плен πιάνομαι αιχμάλωτος (αιχμαλωτίζομαι)•

    он -лся в капкан αυτός έπεσε στην παγίδα•

    он -лся αυτός συ-νελήφτηκε.

    2. συναντιέμαι, ανταμώνω, -ομαι, συναπαντιέμαι. || βρίσκομαι τυχαία, μου πέφτει (στα χέρια).
    εκφρ.
    попасть в глаза – πέφτω τυχαία στα μάτια, βλέπω τυχαία•
    первый попавшийся – α) ο πρώτος τυχών, β) οποιοσδήποτε, ο τυχών.

    Большой русско-греческий словарь > попасть

  • 49 соследить

    -ежу, -едишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отслеженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. παλ. ιχνεύω, ιχνηλατώ, βρίσκω με τον ντο-ρό•

    соследить зайца βρίσκω το λαγό με τον ντορό.

    Большой русско-греческий словарь > соследить

  • 50 улучить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. улученный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ. βρίσκω, εκλέγω, διαλέγω•

    улучить момент βρίσκω την κατάλληλη στιγμή•

    -им время для разговора θα βρούμε ώρα (χρόνο) για συνομιλία.

    Большой русско-греческий словарь > улучить

  • 51 запеленговывать

    εντοπίζω/βρίσκω τα στίγματα (με ραντάρ).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запеленговывать

  • 52 логарифм

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > логарифм

  • 53 находить

    ευρίσκω
    βρίσκω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > находить

  • 54 неисправность

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > неисправность

  • 55 определять

    1. (характеризовать) καθορίζω, χαρακτηρίζω 2. (измерять) προσδιορίζω, μετρώ 3. (находить численное значение) βρίσκω την τιμή.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > определять

  • 56 раскопать

    1. (копая, сделать углубление, отверстие) ανασκάπτω, σκάβω 2. (копая, обнаружить что-л. под землёй) κάνω ανασκαφές
    ανακαλύπτω/βρίσκω (διά της ανασκαφής)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскопать

  • 57 усреднять

    1. (величины) βρίσκω τον μέσο όρο 2. (сглаживать) ομαλοποιώ.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усреднять

  • 58 устанавливать

    1. (собирать, монтировать) (προσ)αρμόζω, συναρμολογώ 2. (величину, показание) ρυθμίζω 3. (в какое-л. положение) τοποθετώ, θέτω, βάζω 4. (определять, оценивать, измерять) προσδιορίζω, εκτιμώ, βρίσκω, εξακριβώνω 5. (осуществлять, организовывать, устраивать) οργανώνω, κανονίζω 6. (утверждать, вводить в действие) καθορίζω, εγκαθιστώ 7. (добиваться осуществления чего-л.) κατορθώνω, ορίζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устанавливать

  • 59 фокусировать

    1. физ. (собирать, соединять в фокус) εστιάζω, συγκεντρώνω σε εστία 2 (физ., фото) (находить фокус) βρίσκω την εστία.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фокусировать

  • 60 разобрать

    разобрать 1) (на части) ξεχωρίζω 2) (привести в порядок) ταχτοποιώ 3) (вопрос, дело) εξετάζω, συζητώ \разобраться ξεκαθαρίζω, βρίσκω άκρη; καταλαβαίνω (понять)
    * * *
    1) ( на части) ξεχωρίζω
    2) ( привести в порядок) ταχτοποιώ
    3) (вопрос, дело) εξετάζω, συζητώ

    Русско-греческий словарь > разобрать

См. также в других словарях:

  • βρίσκω — βρίσκω, βρήκα βλ. πίν. 114 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βρίσκω — βρήκα, έθηκα 1. ανακαλύπτω κάτι που αναζητώ και ήταν χαμένο: Βρήκα το πορτοφόλι μου. 2. κρίνω, νομίζω: Βρίσκεις ότι αυτό είναι σωστό; 3. κληρονομώ κάτι: Ό,τι έχει ταβρήκε απ το θείο του. 4. σοφίζομαι, επινοώ: Βρίσκει πάντα τρόπο και ξεφεύγει. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

  • ανακαλύπτω — (Α ἀνακαλύπτω) νεοελλ. 1. βρίσκω κάτι μετά από αναζήτηση ή έρευνα 2. βρίσκω, γνωρίζω κάτι που προϋπήρχε, αλλά ήταν άγνωστο μέχρι τώρα 3. βρίσκω κάτι διαφορετικό ή παρεμφερές με το ήδη γνωστό αρχ. 1. ξεσκεπάζω, φανερώνω 2. αφαιρώ το κάλυμμα,… …   Dictionary of Greek

  • Kalamatianos — The Kalamatianos Dance is one of the most well known dances of Greece. It is Pan Hellenic and is danced at every social gathering.HistoryThe roots of kalamatianos can be found in antiquity. Homer, in the Iliad, describes three performances made… …   Wikipedia

  • Vrisko To Logo Na Zo — Infobox Album | Name = Vrisko To Logo Na Zo Type = studio Artist = Elena Paparizou Released = June 12, 2008 Recorded = 2008 Genre = Pop rock, House, Pop, Modern Laïka, Ambient music Length = 49:44 Language = Greek Label = Sony BMG/RCA Producer =… …   Wikipedia

  • βρισκούμενο — το 1. τα υπάρχοντα, η περιουσία 2. ό,τι υπάρχει πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία και κατά τύχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρίσκω. Πρόκειται για ουσιαστικοποιημένη μετοχή του μέσου ενεστώτα του βρίσκω. Τέτοιες μετοχές δεν έχουν μόνον σημασία ενεστώτα, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • δήω — (I) δήω (Α) βρίσκω, συναντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέθηκε με αρχ. σλαβ. desiti «βρίσκω», αρχ. ινδ. abhi dāsati «διώκω, επιδιώκω» και αλβ. ndesh «συναντώ»]. (II) δήω (Α) καίω …   Dictionary of Greek

  • ενευκαιρώ — ἐνευκαιρῶ, έω (AM) μσν. βρίσκω ευκαιρία, βρίσκω κατάλληλο, ευνοϊκό καιρό αρχ. μσν. περνώ τον καιρό μου, ασχολούμαι με κάτι («ἐνευκαιρεῑν διαβολαῑς», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… …   Dictionary of Greek

  • κουρνιάζω — 1. (για όρνιθες και γεν. για πνηνά) κοιμάμαι στην κούρνια, αναπαύομαι κατά τη νύχτα 2. (για ανθρώπους) βρίσκω κατάλυμα, διανυκτερεύω, βρίσκω καταφύγιο 3. κοιμάμαι νωρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κούρνια κατά το σχήμα φωλιά: φωλιάζω και κατά το συνώνυμό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»