-
1 ταυρο-φθόγγος
ταυρο-φθόγγος, mit der Stimme eines Stiers, Aesch. frg. 51.
-
2 ταυρόφθογγος
ταυρό-φθογγος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταυρόφθογγος
-
3 ταυροφθόγγος
-
4 ταυροφθογγος
См. также в других словарях:
κοσμόφθογγος — κοσμόφθογγος, ον (Μ) ακουστός σε όλο τον κόσμο («κοσμόφθογγος σάλπιγξ ή τούτου γλώσσα», Ψελλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * < φθόγγος (< φθέγγομαι), πρβλ. γλυκύ φθογγος, ταυρό φθογγος] … Dictionary of Greek