-
1 ταυροφθογγος
-
2 ταυρόφθογγος
ταυρό-φθογγος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταυρόφθογγος
-
3 ταυροφθόγγος
-
4 ταυρόφθογγοι
ταυρόφθογγοςbellowing like a bull: masc /fem nom /voc pl
См. также в других словарях:
ταυρόφθογγος — ον, Α αυτός που μουγκρίζει σαν ταύρος («ταυρόφθογγοι μῑμοι» ήχοι ως μίμηση τού μυκηθμού τών ταύρων, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + φθόγγος (< φθόγγος), πρβλ. μελί φθογγος] … Dictionary of Greek
ταυρόφθογγοι — ταυρόφθογγος bellowing like a bull masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek