Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ταυρόφθογγος

См. также в других словарях:

  • ταυρόφθογγος — ον, Α αυτός που μουγκρίζει σαν ταύρος («ταυρόφθογγοι μῑμοι» ήχοι ως μίμηση τού μυκηθμού τών ταύρων, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + φθόγγος (< φθόγγος), πρβλ. μελί φθογγος] …   Dictionary of Greek

  • ταυρόφθογγοι — ταυρόφθογγος bellowing like a bull masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»