-
1 ταυροφθογγος
См. также в других словарях:
κοσμόφθογγος — κοσμόφθογγος, ον (Μ) ακουστός σε όλο τον κόσμο («κοσμόφθογγος σάλπιγξ ή τούτου γλώσσα», Ψελλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * < φθόγγος (< φθέγγομαι), πρβλ. γλυκύ φθογγος, ταυρό φθογγος] … Dictionary of Greek