Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τανθᾰρύζω

См. также в других словарях:

  • τανθαρύζω — ή τανθαλύζω και τοιθορύσσω Α τρέμω. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι τού καθημερινού λεξιλογίου τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ., σχηματισμένοι με εκφραστικό αναδιπλασιασμό: τανθαρύζω < *θαρ θαρύζω (με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου ρ σε ν και τού αρκτικού θ σε τ ,… …   Dictionary of Greek

  • ἐκτανθαρύζω — ἐκ τανθαρύζω quiver pres subj act 1st sg ἐκ τανθαρύζω quiver pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τανθαλύζω — Α βλ. τανθαρύζω …   Dictionary of Greek

  • τανθαρυστός — ή τανθαριοτός, ὁ, Α [τανθαρύζω] 1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που προκαλεί τρόμο 2. (κυρίως σε φρ.) «τανθαρυστὸς ὅρμος» είδος περιδέραιου, πολύτιμοι λίθοι (Θεόπομπ.) …   Dictionary of Greek

  • τανθαρύκτρια — και τοιθορύκτρια, ἡ, Α αυτή που προκαλεί τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τανθαρύζω / τοιθορύσσω + επίθημα τρία (πρβλ. ὀλολύκ τρια)] …   Dictionary of Greek

  • τοιθορύσσω — Α βλ. τανθαρύζω …   Dictionary of Greek

  • dhreugh-1 —     dhreugh 1     English meaning: to tremble, shake     Deutsche Übersetzung: “zittern, (sich) schũtteln, einschrumpfen”     Material: O.E. drȳge “dry” etc, see above S. 254 f. under dhereugh ; Lith. drugỹs “fever; butterfly”, Ltv. drudzis… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»