-
1 τανθαρύζω
A quiver, shake, found in the following forms: καθαρίζειν (κανθαρίζειν Ammon.Diff.p.79
V., τανθαρύζειν cj. Valckenaer) μὲν λέγουσιν οἱ Ἀττικοὶ τὸ τρέμειν, τονθορύζειν (- ίζειν Ammon.
) δὲ τὸ ψιθυρίζειν καὶ γογγύζειν Ptol.Asc.p.410 H.; τανθαλύζει ( ταντ- cod.)· τρέμει, Δωριεῖς, οἱ δὲ σπαίρει, Hsch.; ἐτανθόριζον· ἔτρεμον, Id.; ταονθορύζειν· τρέμειν, Phot., Suid. (cf. ἐκτανθαρύζω, τανταλίζω, παμφαλύζω, τοιθορύσσω): hence [full] τανθαρύκτρια, cj. Valckenaer for τοιθορύκτρια (q.v.): [full] τανθαρυστὸς ὅρμος a necklace quivering with suspended gems, Theopomp.Com.95.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανθαρύζω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский