-
1 ταναήκης
ταναήκηςwith long point: masc /fem acc pl (attic epic doric)ταναήκηςwith long point: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)ταναήκηςwith long point: masc /fem nom sg -
2 ταναηκης
-
3 ταναήκης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταναήκης
-
4 ταναήκης
τανα - ήκης, ες: with long edge or point, sword or spear, axe, Il. 23.118.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ταναήκης
-
5 ταναήκης
τανα-ήκης, ες, mit langer Spitze, Schneide; vom Beil, vom Schwert; übh. spitzig. Von den Alpen: lang gestreckt, ausgedehnt -
6 ταναήκει
ταναήκηςwith long point: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ταναήκηςwith long point: masc /fem /neut dat sgταναήκεϊ, ταναήκηςwith long point: dat sg (epic) -
7 ταναήκεα
ταναήκηςwith long point: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ταναήκηςwith long point: masc /fem acc sg (epic ionic) -
8 ταναήκεας
ταναήκηςwith long point: masc /fem acc pl (epic ionic) -
9 τανυ-ήκης
τανυ-ήκης, ες, wie ταναήκης, mit langer Spitze, Schneide; τανύηκες ἄορ, Il. 16, 473 Od. 11, 231; auch ὄζοι, Il. 16, 768, weit ausgestreckt.
-
10 τανυήκης
A = ταναήκης, with long point or edge,ἄορ Il.14.385
, Od.10.439, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανυήκης
-
11 ὀξύθηκτος
ὀξύ-θηκτος, ον,A sharp-edged, sharp-pointed, φάσγανον, βέλος, E.Andr. 1150,El. 1159(lyr.): gloss on ταναηκής, Sch.Il.Oxy. 1087.63.II of a person, goaded to passion, infuriated, S.Ant. 1301(s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξύθηκτος
См. также в других словарях:
ταναήκης — with long point masc/fem acc pl (attic epic doric) ταναήκης with long point masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ταναήκης with long point masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταναήκης — τανάηκες και τανυήκης, τανύηκες, Α 1. (για λόγχη ή ξίφος) αυτός που έχει επιμήκη ή οξεία αιχμή, κοφτερός 2. ψηλός («ταναήκεις Ἄλπεις», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. τανα ήκης (αντί *ταναο ήκης, με σίγηση τού ο , πρβλ. ταναϋφής) < ταναός* «επιμήκης … Dictionary of Greek
ταναήκει — ταναήκης with long point masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ταναήκης with long point masc/fem/neut dat sg ταναήκεϊ , ταναήκης with long point dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταναήκεα — ταναήκης with long point neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ταναήκης with long point masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταναήκεας — ταναήκης with long point masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… … Dictionary of Greek
αμφήκης — ἀμφήκης, ες (Α) 1. δίκοπος, δίστομος, ακονισμένος κι από τις δύο μεριές, κοφτερός 2. (για αστραπές και κεραυνούς) οξύς, διαπεραστικός 3. (για χρησμούς) διφορούμενος, αμφίβολος 4. φρ. «ἀμφήκης γλῶσσα», γλώσσα που κόβει κατά δύο τρόπους, που μπορεί … Dictionary of Greek
τανυήκης — τανύηκες, Α βλ. ταναήκης … Dictionary of Greek