-
1 ταινία
ταινία, ἡ, Band, Binde, bes. Haarband; ταινίας ἔχοντα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, Plat. Conv. 212 e, Siegeszeichen; vgl. Xen. Conv. 5, 9; ταινίας πωλεῖν thun nach Dem. 57, 31. 35 nicht reiche Leute; λευκὴ περὶ τῷ μετώπῳ, Luc. Navig. 39; auch die Busenbinde der Mädchen, τὸ τῶν μαστῶν τῶν γυναι-κείων ζῶσμα, Poll. 7, 65; A nccr. 22, 13; lat. taenia; am Schiffe der Wimpel, die Flagge, Sp. – Uebh. jeder lang hingezogene, schmale Streif, z. B. Erdzunge, App. Punic. 121, vgl. Chrys. 5, 9; Pol. 4, 41, 2; Sandbank, ὕφαλος, Strabo 1, 3, 4. – Nach Suid. = κυμάτια. – Auch der Bandwurm, Galen; auch eine Ficchart.
-
2 ταινία
ταινία, ἡ, Band, Binde, bes. Haarband; ταινίας ἔχοντα ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, Siegeszeichen; ταινίας πωλεῖν tun nicht reiche Leute; auch die Busenbinde der Mädchen; lat. taenia; am Schiffe der Wimpel, die Flagge. Übh. jeder lang hingezogene, schmale Streif, z. B. Erdzunge, Sandbank. Auch der Bandwurm; auch eine Fischart -
3 περι-ταινία
περι-ταινία, ἡ, = περίτασις, zw. L. bei Aret.
-
4 περι-πίπτω
περι-πίπτω (s. πίπ τω), drum herum, drüber herfallen, ταινία περιέπεσε κεφαλῇ, Plut. Timol. 8; hineinfallen, hineingerathen in Etwas, so daß man rings umgeben und ohne Ausweg ist, bes. in Unglück, αἰσχρᾷ περιπεσεῖν τύχῃ, Eur. Hec. 498; u. so auch λουτροῖσιν ἀλόχου περιπεσὼν πανυστάτοις, Or. 367; κακοῖς, Ar. Ran. 967; περιπεσοῦμαι τῷ ξίφει, ich werde mich ins Schwert stürzen, Vesp. 523; vgl. Plut. Oth. 17; περιπίπτοντες ἀδίκοισι γνώμῃσι, δουλοσύνῃ, in einen ungerechten Richterspruch, in Sklaverei verfallen, gerathen und nicht wieder herauskönnen, Her. 1, 96. 6, 106; τοιαύτῃσι τύχῃσι, 6, 16, u. öfter; ἐπὶ συμφορήν, 7, 88 (v. l. ἐνέπεσε); μὴ σοὶ ἑωυτῷ περιπέσῃς, 1, 108, daß du dich nicht selbst ins Unglück stürzest; vgl. αὐτοὶ ἐν σφίσι περιπεσόντες ἐσφάλησαν, Thuc. 2, 65; τῷ μεγίστῳ κινδύνῳ, 8, 27; συμφοραῖς, Plat. Legg. IX, 877 e; συμφορᾷ, Isocr. 4, 101; ζημίαις καὶ ὀνείδεσι, Is. 1, 39; τιμήματι, Aesch. 1, 174. 190; ὡς ἐγὼ τοῖς ἐμαυτοῠ λόγοις περιπίπτω, 2, 144; u. so bei Sp. gew. von etwas Bösem, χειμῶνι, Pol. 1, 37, 1, ἀτυχήμασι, 2, 56, 6, u. öfter; auch τραύματι, 2, 69, 2; πληγῇ, Plut. Timol. 4. Auch umgekehrt, ἤν μοί τι περιπίπτῃ κακόν, Ar. Thesm. 523. – Zufällig zusammentreffen, auf Einen stoßen, ihm begegnen, τῇσι νηυσί, Her. 6, 41, vgl. 6, 105. 8, 94 (so entspricht μηδέποτε λευκῷ περιπεπ τωκέναι χρώματι dem πρώ τως ὁρᾶν τὸ λευκόν S. Emp. adv. log. 2, 209); auch von Schiffen, die unter einander gerathen und in der Verwirrung sich selbst beschädigen, τῇσι σφετέρῃσι νηυσὶ φευγούσῃσι περιέπιπτον, Her. 8, 89, wie auch 8, 16 ταρασσομένων τῶν νεῶν καὶ περιπιπτουσέων περὶ ἀλλήλας zu nehmen ist; Xen. An. 7, 3, 38; αὐτομάτως ποτὲ περιπεσόντες αὐτοῖς, Pol. 1, 58, 8; vgl. noch ὅρα μὴ περιπίπτῃς σεαυτῷ, daß du nicht mit dir selbst in Widerspruch geräthst, Luc. Mort. D. 26, 2.
-
5 τενία
-
6 ταινι-ώδης
ταινι-ώδης, ες, von der Art, Gestalt eines Bandes, einer Binde, eines Streifens, ξύλα, Theophr. S. ταινία.
-
7 ταινίον
-
8 τέννος
-
9 μίτρα
μίτρα, ἡ, ep. u. ion. μίτρη (verwandt mit μίτος); – 1) Leibbinde, Gürtel; – a) bei den Kriegern der Leibgürtel, der unter dem Panzer oberhalb der Hüften getragen wird, wie es Il. 4, 135 vom Pfeil heißt διὰ μὲν ἂρ ζωστῆρος ἐλήλατο δαιδαλέοιο καὶ διὰ ϑώρηκος – ἠρήρειστο, μίτρης ϑ' ἣν ἐφόρει ἔρυμα χροός, ἕρκος ἀκόντων – διὰ πρὸ δὲ εἴσατο καὶ τῆς; er ist von Erz; ζῶμά τε καὶ μίτρη, τὴν χαλκῆες κάμον, 4, 187; vgl. noch ἐς κενεῶνα, ὅϑι ζωννύσκετο μίτρην, 5, 857. – b) Jungfrauengürtel, = ζώνη; Ap. Rh. 1, 287; Callim. Del. 222; Theocr. 27, 54 [μίτραν mit kurzem α]; – Brustbinde der Frauen, Ap. Rh. 3, 867. 1013, wie Philod. 18 (V, 13). – Uebh. Binde, εὔμαλλος, Pind. I. 4, 69, Schol. erkl. ταινία; aber φέρων Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ πεποικιλμέναν ist das Lied in lydischer Tonweise, Pind. N. 8, 15; Kranz, Ol. 9, 84. – Bes. 2) Hauptbinde, wie sie in Griechenland nur die Frauen trugen, wie sie aber auch bei den weichlichen Asiaten sehr gewöhnlich war; μίτραν κόμας ἄπο ἔῤῥιψεν, Eur. Bacch. 1113; πλόκαμον ἀναδέτοις μίτραισιν ἐῤῥυϑμιζόμαν, Hec. 924; τὰς κεφαλὰς μίτρῃσι ἀναδέονται, Her. 1, 195; τῇ μίτρᾳ τοὺς βοστρύχους ἀνειλημμένος, Luc. D. D. 2, 2, vgl. 18, 1. – Auch Krone, Diadem, Call. Del. 166; Ath. XII, 536.
-
10 ἐμ-ποικίλλω
ἐμ-ποικίλλω, (Buntes) hineinsticken, -weben; ταινία ἔχουσα νίκας ἐμπεποικιλμένας Plut. Timol. 8.
См. также в других словарях:
ταινία — ταινίᾱ , ταινία band fem nom/voc/acc dual ταινίᾱ , ταινία band fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ταινίον small band neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταινία — (taenia solium ταινία η μονήρης). Παράσιτο του γένους των πλατυέλμινθων, της τάξης των κεστωδών, της οποίας αποτελεί τυπικό είδος. Η τ. αυτή συμπληρώνει συνήθως την τελική φάση της ανάπτυξής της παρασιτώντας στο λεπτό έντερο του ανθρώπου, όπου… … Dictionary of Greek
ταινίᾳ — ταινίαι , ταινία band fem nom/voc pl ταινίᾱͅ , ταινία band fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταινία — η 1. στενή και μακρουλή λουρίδα (υφάσματος, δέρματος, χαρτιού), κορδέλα. 2. ό,τι έχει μορφή ταινίας: Ταινία γης (στενόμακρο μέρος γης). 3. είδος παράσιτου που ζει στα έντερα του ανθρώπου και των ζώων: Έχει ταινία και είναι άρρωστος. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταινία μεταφοράς — Πρακτικό μέσο μεταφοράς από ένα σημείο στο άλλο ή από ένα διαμέρισμα σε άλλο, που χρησιμοποιείται σε διάφορα εργοστάσια για τη μεταφορά προϊόντων ή υλών χρήσιμων για την κατασκευή προϊόντων ή κονσερβών. Οι αρχές στις οποίες βασίζεται η κατασκευή… … Dictionary of Greek
μαγνητική ταινία — Εύκαμπτη ταινία καλυμμένη από τη μία όψη με επίστρωση που μπορεί να μαγνητιστεί. Πάνω στην επίστρωση αυτή αποθηκεύονται αναλογικά ή ψηφιακά δεδομένα κατά μήκος ιχνών. Στην περίπτωση των αναλογικών δεδομένων η μ.τ. χρησιμοποιείται για καταγραφή… … Dictionary of Greek
ταινίας — ταινίᾱς , ταινία band fem acc pl ταινίᾱς , ταινία band fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάδημα — Ταινία ή στεφάνι από χρυσό ή άλλο υλικό που τη φορούσαν στο κεφάλι ως κόσμημα ή σύμβολο εξουσίας από την αρχαιότητα. Η προέλευση του δ. είναι αβέβαιη, αλλά είναι γνωστό πως το χρησιμοποίησαν ευρύτατα οι αρχαίοι Έλληνες, προσδίδοντάς του πολιτική… … Dictionary of Greek
ταινίαι — ταινία band fem nom/voc pl ταινίᾱͅ , ταινία band fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έποχο — Ταινία από δέρμα ή ύφασμα, που χρησιμεύει για τη συγκράτηση της σέλας (εφιππίου) στη ράχη του αλόγου. Το πλάτος της ταινίας διαφέρει, ανάλογα με το είδος της σέλας, τη διακόσμησή της και τους πρακτικούς σκοπούς της ε. * * * το (Α ἔποχον) [επ έχω] … Dictionary of Greek
ταινίαν — ταινίᾱν , ταινία band fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)