Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ξύλα

См. также в других словарях:

  • ξῦλα — σῦλα , σύλη the right of seizing the ship neut nom/voc/acc pl σῦλα , σῦλα neut nom/voc/acc pl σῦλα , σῦλον the right of seizing the ship neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύλα — ξύλον Abh. Berl. Akad. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξερά Ξύλα — Ημιορεινός οικισμός (3 κάτ,, υψόμ. 400), στην επαρχία Μιραμπέλλου, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νεάπολης …   Dictionary of Greek

  • ξύλ' — ξύλα , ξύλον Abh. Berl. Akad. neut nom/voc/acc pl σύ̱λᾱͅ , σύλη the right of seizing the ship fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • άξυλος — η, ο (Α ἄξυλος, ον) αυτός που δεν έχει ξύλα (για τόπο) ή που έμεινε χωρίς καύσιμα ξύλα (για άνθρωπο) αρχ. 1. (για δάσος) εκείνος που έχει άφθονα ξύλα, που δεν έχει υλοτομηθεί («ἄξυλος ὕλη» πυκνό δάσος απ όπου δεν έχουν κοπεί ξύλα Όμηρος) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… …   Dictionary of Greek

  • παρκέ — Μικρά, πλανισμένα κομμάτια ξύλου που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή δαπέδων. Με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζεται και το δάπεδο που γίνεται από τέτοια ξύλα. Το π. διακρίνεται για την ανθεκτικότητά του και τις μονωτικές του ιδιότητες σε ήχο και …   Dictionary of Greek

  • ενθετική — Είδος διακόσμησης με τη χρήση κομματιών ή ελασμάτων από διάφορες ύλες, όπως μέταλλα, ξύλα, μάρμαρα, μάργαρο, ελεφαντόδοντο, ημιπολύτιμοι λίθοι, τα οποία προσαρμόζονται με ποικίλες τεχνικές σε ειδικά προετοιμασμένες κοιλότητες ή εγκοπές μιας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»