-
1 τίρων
τίρωνtiro: masc nom /voc sg -
2 τίρων
-
3 τίρωνα
τίρωνtiro: masc acc sg -
4 τίρωνας
τίρωνtiro: masc acc pl -
5 τίρωνες
τίρωνtiro: masc nom /voc pl -
6 τίρωνος
τίρωνtiro: masc gen sg -
7 στρατεύω
A advance with an army or fleet, wage war, or rulers, offcers, or men, ;Θηβαῖοι.. ἐστράτευον ἐπὶ τοὺς Πλαταιέας Id.6.108
, cf. 7 (v.l.), Th.3.7, OGI327.2 (Pergam., ii B.C.), etc.; ;Καρχηδόνιοι -εύσαντες ἐπὶ Σικελίαν X.HG1.1.37
; εἰς Σικελίαν -εύσαντες ib.1.5.21; ἐστράτευσαν πρὸς Ἄβυδον ib.1.2.16;σ. ὅποι Κῦρος ἐπαγγέλλοι Id.Cyr.7.4.9
: c. acc. cogn., οἶσθ' ἣν στρατείαν ἐστράτευσ' ὀλεθρίαν (sc. ἐγὼ Ἄδραστος) E.Supp. 116;Λακεδαιμόνιοι.. τὸν ἱερὸν καλούμενον πόλεμον ἐστράτευσαν Th.1.112
; metaph., ἑνὸς δ' ἐπ' ἀνδρὸς δώματα στρατεύομεν (Iris et Lyssa loq.) E.HF 825 (nisi leg. σῶμα συστρατεύομεν):—so in [voice] Med.,στρατεύομαι Hdt.7.61
, etc.: [tense] fut. - εύσομαι ib.11, D.8.23: [tense] aor.ἐστρατευσάμην Hdt.1.204
, S.Aj. 1111, Isoc.5.144, etc.; alsoἐστρατεύθην Pi.P.1.51
, Apollod.1.9.13: [tense] pf.ἐστράτευμαι Is.4.29
, etc.; [dialect] Boeot. [ per.] 3pl. [tense] pf. [voice] Med.ἐστροτεύαθη IG7.3174.27
(Orchom. [dialect] Boeot.), al.: ; -εύσονται ἐπὶ τὴν ἡμετέρην [Ἀθηναῖοι] Hdt.7.11; οἱ δὲ -ευόμενοι οἵδε ἦσαν, Πέρσαι μέν.. ib.61, cf. 64,66, al.; ἐστρατευμένοι γάρ εἰσι they have been soldiers, have seen war-service, Ar.Ra. 1113, cf. IG12.1.3, 18.9, Lys.9.4;ψιλὸς αὖ στρατεύσομαι Ar.Th. 232
, cf. Eup.117.8; ὁπλίτης ς. X.Mem.3.4.1; ἐκ καταλόγου ς. ibid.;ὅταν ἡλικίαν ἐκπέμπωσι προγράφουσιν ἀπὸ τίνος ἄρχοντος καὶ ἐπωνύμου μέχρι τίνων δεῖ στρατεύεσθαι Arist.Ath.53.7
;σφι ἐδόκεε -εύεσθαι ἐπὶ τὰς Θήβας Hdt.9.86
;ἐπὶ τοῦ κρυστάλλου -εύονται.. πέρην ἐς τοὺς Σίνδους Id.4.28
;σ. μετά τινων E.IA 967
;ὑπὲρ τῆς πόλεως Pl.R. 429b
;τῆς σῆς οὕνεκ'.. γυναικός S.Aj. 1111
;ὑπό τινι Plu.Cam.2
;ἐπ' Αἴγυπτον Hdt.3.139
;ἐς τὴν Ἀσίην Id.1.4
, cf. And.3.30, etc.;κατὰ Ἐφεσίων OGI437.70
(Pergam., i B.C.);πρὸς τὴν τῶν Ὀλυνθίων πόλιν X. HG5.3.3
; μισθοῦ ς. Id.Cyr.3.2.7; πανδημεὶ ἔξω ς. Pl.Lg. 814a; opp. ἐπιδημεῖν, Lys.20.21; opp. δημηγορεῖν, And.4.22; στρατευσάμενος,= a militiis, IG14.716 ([place name] Naples): c. acc. cogn.,τὰς στρατείας -ευόμενος Is.10.25
.2 [voice] Med., serve in the army, τυΐ πρᾶτον ἐστροτεύαθη the following have joined the army for the first time, IG7 l.c.; μηδεὶς ἐαθῇ -εύσασθαι to join the army, UPZ110.162 (ii B.C.), cf. Sammelb. 7354.6 (ii A.D.), BGU1680.9 (iii A.D.); οἱ -ευόμενοι Ἕλληνες the Greeks who are in the army, PTeb.5.168 (ii B.C.).—In Hdt. codd. vary between [voice] Act. and [voice] Med., as in 6.7, 108; in [dialect] Att. and later Gr. (PGrenf.1.21.3 (ii B.C.), PTeb.5.168 (ii B.C.), etc.) the [voice] Med. is much the more freq.II later, in [voice] Act., take or receive into the army, enroll, enlist, D.S.25.12, App.BC1.42, 2.141, 5.137, Hdn.2.14.6:— [voice] Pass.,τῶν νεολέκτων τῶν -ευθέντων ὑφ' ἡμῶν POxy.1103.5
(iv A.D.);ὁ νῦν -ευθεὶς τίρων PLond.2.237.31
(iv A.D.).III v. στραγγεύομαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατεύω
-
8 τείρων
A tiro, recruit, BCH52.392 ([place name] Thasos), PLips. 34.29 (iv A.D.), Keil-Premerstein Dritter Bericht p.87 (inc. loc.), etc.; cf. τίρων.
См. также в других словарях:
τίρων — tiro masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίρων — και τείρων, ωνος και τιρόνης, ὁ, Α νεοσύλλεκτος στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tiro, ōnis «νεοσύλλεκτος στρατιώτης»] … Dictionary of Greek
Δελφίδιος Άττιος Τίρων — (4ος αι. μ.Χ.). Λατίνος ρήτορας και ποιητής. Ο Δ. ήταν εθνικός και το πρώτο έργο του ήταν ένας ύμνος στον Δία. Αργότερα ασχολήθηκε και με το έπος, ενώ είχε λαμπρές επιδόσεις και στη ρητορική. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Μαγνέντιου (350 353 μ.Χ.) ο … Dictionary of Greek
τίρωνα — τίρων tiro masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίρωνας — τίρων tiro masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίρωνες — τίρων tiro masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίρωνος — τίρων tiro masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτοτίρων — ναυτοτίρων, ὁ (Α) νεοσύλλεκτος ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + τίρων «νεοσύλλεκτος»] … Dictionary of Greek
τείρων — ὁ, Α βλ. τίρων … Dictionary of Greek
τειρωνολογώ — έω, Μ στρατολογώ, συγκεντρώνω νέους για το στράτευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τείρων, ωνος, άλλος τ. τού τίρων* + λογῶ*] … Dictionary of Greek
τιρωνιανός — ή, ό, Ν [Τίρων] φρ. «τιρωνιανά σημεία» παλαιογραφικά σημεία ταχυγραφίας που επινοήθηκαν από τον Λατίνο συγγραφέα Τίρωνα … Dictionary of Greek