1 τίρων
τιρόναις BGU 21 ii 11
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τίρων
τιρόνης — ὁ, Α βλ. τίρων … Dictionary of Greek
τίρων — και τείρων, ωνος και τιρόνης, ὁ, Α νεοσύλλεκτος στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tiro, ōnis «νεοσύλλεκτος στρατιώτης»] … Dictionary of Greek