-
1 τήλιστος
-
2 τήλιστος
См. также в других словарях:
τήλιστος — ίστη, ον, Α πάρα πολύ μακρινός, απώτατος. επίρρ... τήλιστα Α πολύ μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τήλιστα < τῆλε, κατά το ἄγχ ιστα, ενώ, το επίθ. τήλιστος σχηματίστηκε από το επίρρ.] … Dictionary of Greek
τηλίστων — τήλιστος farthest fem gen pl τήλιστος farthest masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλίστους — τήλιστος farthest masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τήλιστα — τήλιστος farthest neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)