Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τέρην

См. также в других словарях:

  • τέρην — ε(ι)να, εν, και δωρ. και αιολ. τ. γεν. τού θηλ. Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έγινε λείος με την τριβή 2. (κατ επέκτ.) μαλακός 3. (για ήχο) απαλός 4. μτφ. τρυφερός («τέρεν ἄνθος ἥβης», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το επίθ. τέρ ην (πρβλ. ἄρσην, ἔρσην) όσο… …   Dictionary of Greek

  • τέρην — τέρος neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερείναις — τέρην soft fem dat pl τέρην soft fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερείνης — τέρην soft fem gen sg (attic epic ionic) τέρην soft fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερείνῃ — τέρην soft fem dat sg (attic epic ionic) τέρην soft fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρεινα — τέρην soft fem nom/voc sg τέρην soft neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρειναι — τέρην soft fem nom/voc pl τέρην soft fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρεινον — τέρην soft masc acc sg τέρην soft neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρεν — τέρην soft masc voc sg τέρην soft neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρενα — τέρην soft neut nom/voc/acc pl τέρην soft masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερένοιν — τέρην soft masc/neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»