-
1 τέρην
τέρην, gen. ενος, tem. τέρεινα, neutr. τέρεν (τείρω;, eigtl. abgerieben, dah. zart, weich, saust; τέρεν δάκρυ, Il. 3, 142. l 9, 323 u. öfter; τέρενα φύλλα, 13, 180 Od. 12, 357; τέρεν' ἄνϑεα ποίης, 9, 449, τέρενα χρόα, Il. 4, 237 u. öfter, wie Hes O. 524 Th. 5; γλήχωνι τερείνῃ, H. h. Cer. 209; τέρειναν ματέρ' οἰνάνϑας ὀπώραν, Pind. N. 5, 6; τέρεινα δάφνα, lbyc. 7; τέρειν' ὀπώρα, Aesch. Suppl. 976; ὄψιν τέρειναν, Eur. Med. 905; sp. D. in der Anth., wo auch der compar. τερεινότερος vorkommt.
См. также в других словарях:
τέρεινα — τέρην soft fem nom/voc sg τέρην soft neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερείνας — τερείνᾱς , τέρην soft fem acc pl τερείνᾱς , τέρην soft fem gen sg (doric aeolic) τερείνᾱς , τέρην soft fem acc pl τερείνᾱς , τέρην soft fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρειν' — τέρεινα , τέρην soft fem nom/voc sg τέρεινα , τέρην soft neut nom/voc/acc pl τέρεινε , τέρην soft masc voc sg τέρειναι , τέρην soft fem nom/voc pl τέρειναι , τέρην soft fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Teréna — TERÉNA, æ, Gr. Τέρεινα, ης, (⇒ Tab. III.) Strymons Tochter, mit welcher Mars den Triballus zeugete. Bœus ap. Ant. Liber. c. 21 … Gründliches mythologisches Lexikon
τερείνω — Α καθιστώ κάτι μαλακό, απαλύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρεινα, θηλ. τού επιθ. τέρην «απαλός»] … Dictionary of Greek
Τερίνα — Γράφεται και Τέρινα ή Τέρεινα. Πόλη της Μεγάλης Ελλάδας στη χώρα των Βρεττίων (δυτική Ιταλία), κοντά στις εκβολές του Σαβάτη (Savuto). Το 356 π.Χ. την κατέλαβαν οι Βρεττίοι, και το 372 π.Χ. ο Αλέξανδρος A’ της Ηπείρου. Αργότερα η πόλη πήγε με το… … Dictionary of Greek