Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τάγ

См. также в других словарях:

  • ταγ' — ταγά̱ , ταγή line of battle fem nom/voc/acc dual (doric) ταγά̱ , ταγή line of battle fem nom/voc sg (doric aeolic) τᾱγά̱ , ταγή line of battle fem nom/voc/acc dual τᾱγά̱ , ταγή line of battle fem nom/voc sg (doric aeolic) ταγαί , ταγή line of… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάγ' — τά̱γᾱͅ , τάγης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγός — Ο κοινός άρχοντας των αρχαίων θεσσαλικών πόλεων, που τον διόριζαν στις κρίσιμες περιστάσεις και του έδιναν εξαιρετική δικαιοδοσία, πολιτική και στρατιωτική, ανάλογη με του δικτάτορα. Από το 450 π.Χ., τ. ονομάζονταν και οι πολιτικοί άρχοντες, δύο… …   Dictionary of Greek

  • Partizip Futur Aktiv — Das Partizip Futur Aktiv, kurz PFA, ist in einigen Sprachen eine spezielle Verbform (Verbaladjektiv). Mit dem PFA kann eine spätere Handlung oder eine Absicht zum Ausdruck gebracht werden. In der deutschen Sprache gibt es jedoch nichts… …   Deutsch Wikipedia

  • μεσοταγής — μεσοταγής, ές (Α) αυτός που είναι ταγμένος, τοποθετημένος στο μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ταγής (< θ. ταγ τού τάσσω, πρβλ. ἐ τάγ ην), πρβλ. αρτιο ταγής] …   Dictionary of Greek

  • νεοταγής — νεοταγής, ές (Μ) αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα, νεοσύλλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ταγής (< θ. ταγ τού τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ τάγ ην), πρβλ. αρτιο ταγής] …   Dictionary of Greek

  • ομοταγής — ές (ΑΜ ὁμοταγής, ές) 1. αυτός που έχει ταχθεί στην ίδια σειρά ή στην ίδια γραμμή με άλλον ή με άλλους 2. αυτός που ανήκει στην ίδια τάξη με κάποιον 3. γραμμ. αυτός που συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ὁμοταγεῑς, οἱ ἐν τῷ αὐτῷ… …   Dictionary of Greek

  • περισσοταγής — ές, Α (για αριθμό) ο τοποθετημένος σε μια σειρά περιττών αριθμών, σε αντιδιαστολή με τον αρτιοταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + ταγής (< θ. ταγ τού τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάγ ην), πρβλ. μεσο ταγής] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοταγής — ές, ΝΑ νεοελλ. 1. χημ. (για κορεσμένο άτομο άνθρακα ή αζώτου) αυτός που είναι ενωμένος με δύο άτομα υδρογόνου 2. φρ. «πρωτοταγής δομή» (βιοχ.) η αμινοξική ακολουθία τών πεπτιδικών αλυσίδων αρχ. ο παραταγμένος στην πρώτη τάξη. επίρρ... πρωτοταγῶς… …   Dictionary of Greek

  • ταγή — η, ΝΜΑ, και ταή Ν νεοελλ. μσν. μερίδα τροφής ζώων, ταΐνι αρχ. 1. πρώτη γραμμή, μέτωπο μάχης 2. ο τόπος, η επαρχία που τελούσε υπό την εξουσία ενός αρχηγού («πότε καὶ τίνα παρὰ τῶν σατραπῶν ἐν τῇ ταγή ἐκλαβόντι», Αριστοτ.) 3. διαταγή, εντολή 4.… …   Dictionary of Greek

  • νομοταγής — ές 1. αυτός που υποτάσσεται στις επιταγές τού νόμου, που συμμορφώνεται με τους νόμους, φιλόνομος, νομιμόφρων 2. (κατ επέκτ.) πολίτης με συντηρητικές αρχές 3. φιλήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + ταγής (< τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ τάγ ην), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»