-
1 ταγ-οῦχος
-
2 ταγοῦχος
ταγ-οῦχος, ὁ, der die Herrschaft hat, Machthaber, Befehlshaber -
3 παλαιός
παλαιός, alt, hochbejahrt; ἢ νέος ἠὲ παλαιός, Il. 14, 108 u. öfter; παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς, einem alten Manne ähnlich, 14, 136; παλαιὸς γέρων, παλαιὴ γρηῠς, Od. 13, 432. 19, 346; auch νῆες πολλαί, νέαι ἠδὲ παλαιαί, 2, 293; auch οἶνος, alter Wein, 2, 340; – auch alt = aus der Vorzeit, von Menschen, die vor Alters gelebt haben, παλαιῶν, τάων αἲ πάρος ἦσαν, Od. 2, 118; παρ' Ἴλου σῆμα παλαιοῦ, Il. 11, 116; von Alters her, ἦ ῥά νύ μοι ξεῖνος πατρώϊός ἐσσι παλαιός, 6, 215; Pind. οἶνος, Ol. 9, 52; ῥήσιες, 7, 54; πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς, Aesch. Spt. 722; παλαιὸν ἄγκαϑεν λαβὼν βρίτας, Eum. 80; πῶς οὖν παλαιὰ παρὰ νεωτίρας μάϑω, Ch. 169; τὸ παλαιόν, adv., vor Alters, Pers. 103; ὁ πρὶν παλαιὸς ὄλβος, Soph. O. R. 1282, öfter; Λαΐου παλαιὰ ϑέσφατα, O. R. 907; oft bei Eur., Ar. u. in Prosa, dem νέος u. καινός entgeggstzt; Her. braucht häufig τὸ παλαιόν wie τὸ πάλαι adverbialisch, sonst, vor Alters, ehemals, 1, 171. 4, 12; τὸ παλαιὸν καὶ τὸ νέον, 9, 26; vgl. Plat. Crat. 401 c; ὥςπερ τὸ παλαιόν, Euthyd. 288; τό γε παλαιόν, Crat. 420 b; Xen. An. 3, 4, 7. wie Pol. 6, 7, 4; νῦν μέν – τὸ παλαιὸν δέ, Arist. H. A. 8, 36; παλαιός τίς ἐστι λόγος οὗτος οὗ μεμνήμεϑα, eine alte Rede, Plat. Phaed. 70 c; κατὰ τὸν παλαιὸν λόγον, Gorg. 499 c, wie διασώζοντες τὴν παλαιὰν παροιμίαν, Rep. I, 329 a; μήτε τῶν πα λαιῶν, μήτε τῶν νῦν ὄντων, Conv. 221 c; ἐκ παλαιοῠ, Antiph. 2 α 5; Xen. Mem. 3, 5, 8; mit ἀρχαῖος vrbdn, dem πρῴην entgeggstzt, Dem. 22, 14. – Veraltet, vor Alter unbrauchbar geworden, καὶ μὴν τάγ' ἄλλα κωφὰ καὶ παλαί' ἔπη, Soph. O. R. 290, Schol. erkl. σαϑρά, vgl. Aesch. Prom. 317; aber auch = durch Alter ehrwürdig, εἴργεσϑαι ἱερῶν, ϑυσιῶν, ἀγώνων, ἅπερ μέγιστα καὶ παλαιότατα τοῖς ἀνϑρώποις, Antiph. 6, 4. – Comparat. u. superlat. theils regelmäßig, παλαιότερος, Pind. N. 6, 55, Plat. Prot. 341 a Euthyd. 286 c u. immer so, theils παλαίτερος, Pind. P. 10, 58, ἄλσει παλαιτάτῳ, N. 7, 44; so Aesch. Ch. 639 Eum. 691; Eur. Herc. F. 769 Med. 68; ἐκ παλαιτέρου, von alten Zeiten her, Her. 1, 60; Μίνως παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν, Thuc. 1, 4; in späterer Prosa gewöhnlich so. – [Die mittlere Sylbe ist bei den Attikern zuweilen kurz, Eur. El. 497 u. in der Anth.; vgl. Jacobs A. P. p. 518 u. Gaisford Hephaest. p. 216.]
-
4 ὄπισθε
ὄπισθε, und vor einem Vocal ὄπισϑεν, ep. auch ὄπιϑε und ὄπιϑεν. Bei den Attikern scheint ὄπισϑεν die regelmäßige Form und ὄπισϑε nur den Dichtern gestattet zu sein, vgl. Lob. Phryn. 8. 284. – 1) vom Orte, hinten, hinterwärts, hinterher; στῆ δ' ὄπιϑεν, Il. 1, 297; φοίτα δ' ἄλλοτε μὲν πρόσϑ' Ἕκτορος, ἄλλοτ' ὄπισϑεν, 5, 595; πρόσϑε λέων, ὄπιϑεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα, 6, 181; ὄπισϑεν κόπτοντες μετάφρενον, von hinten schlagend, Od. 8, 527; ὄπισϑε καταλείπειν, zurücklassen, Il. 10, 209. 11, 72. 15, 88; ὄπισϑε μένειν, zurückbleiben, 9, 332 Od. 17, 201; οἱ ὄπισϑε, die Zurückgebliebenen, 11, 66; τὰ ὄπισϑεν, die hintern Theile, τάγ' ὄπισϑε Μαχάονι πάντα ἔοικεν, Il. 11, 613, von hinten gleicht er; ὄπιϑεν ἑπόμενοι, Aesch. Pers. 962; εἰ τοὺς ὄπισϑεν εἰς τὸ πρόσϑεν ἄξομεν, Soph. Ai. 1228, d. h. die Nachstehenden vorziehen; εἰς τοὔπισϑεν τοξεύειν, Xen. An. 3, 3, 10, der auch verbindet ἐδόκει ποιήσασϑαι ὄπισϑεν τὸν ποταμόν, 1, 10, 9, d. i. machen, daß der Fluß im Rücken liegt; ἐν τῷ ὄπισϑεν, im Rücken, Plat. Rep. X, 614 c; ἐν τοῖς ὄπισϑεν εἵποντο, Charm. 154 c; Folgde; εἰς τοὔπισϑεν ἀποχωρεῖν, Pol. 1, 51, 8; – als praepos. c. genit., στῆ δ' ὄπιϑεν δίφροιο, Il. 17, 468; ἵππ ους, οἵ οἱ ὄπισϑε μάχης ἕστασαν, 13, 536; δίφρου δ' ὄπισϑεν, hinter dem Wagen, 24, 15; φάμας ὄπισϑεν ἴμεν, Pind. Ol. 6, 63; übertr. sagt Soph. γνώμης πατρῴας πάντ' ὄπισϑεν ἑστάναι, Ant. 636, nachstehen; ὄπισϑε τῆς ϑύρης, Her. 1, 9; ἔμπροσϑέ τε Θερμοπυλέων καὶ ὄπισϑε, 7, 176; ὄπισϑεν ἑαυτῶν τάττεσϑαι, Xen. An. 1, 7, 9; ὄπισϑεν ἐμοῦ ἄρτι εἰςῄει, Plat. Conv. 174 e, öfter. – 2) von der Zeit, hinterdrein, nachher, später; οὐδ' ὄπιϑεν κακὸς ἔσσεαι, Od. 2, 270; εὖ μὲν βάζουσι, κακῶς δ' ὄπιϑεν φρονέουσιν, 18, 168; 22, 55; im Ggstz von αὐτίκα, Il. 9, 519; ἐν τοῖς ὄπισϑε λόγοις, in den späteren, folgenden Büchern, Her. 5, 22; Sp. – Bei den Schol. auch umgekehrt, vom Vorhergehenden, Früheren, vgl. Buttm. Schol. Od. p. 504; Lob zu Phryn. p. – Die hinzu gerechneten compar. u. superl. ὀπίστερος u. ὀπίστατος s. unten. – Es hängt mit ὄπις zusammen und ist, wie ὀπίσω, auf ἕπομαι zurückzuführen.
-
5 ὄπισθε
ὄπισθε, (1) vom Orte, hinten, hinterwärts, hinterher; ὄπισϑεν κόπτοντες μετάφρενον, von hinten schlagend; ὄπισϑε μένειν, zurückbleiben; οἱ ὄπισϑε, die Zurückgebliebenen; τὰ ὄπισϑεν, die hinteren Teile; τάγ' ὄπισϑε Μαχάονι πάντα ἔοικεν, von hinten gleicht er; εἰ τοὺς ὄπισϑεν εἰς τὸ πρόσϑεν ἄξομεν, die Nachstehenden vorziehen; ἐδόκει ποιήσασϑαι ὄπισϑεν τὸν ποταμόν, machen, daß der Fluß im Rücken liegt; ἐν τῷ ὄπισϑεν, im Rücken; δίφρου δ' ὄπισϑεν, hinter dem Wagen; übertr., γνώμης πατρῴας πάντ' ὄπισϑεν ἑστάναι, nachstehen. (2) von der Zeit, hinterdrein, nachher, später; ἐν τοῖς ὄπισϑε λόγοις, in den späteren, folgenden Büchern; auch umgekehrt, vom Vorhergehenden, Früheren
См. также в других словарях:
ταγ' — ταγά̱ , ταγή line of battle fem nom/voc/acc dual (doric) ταγά̱ , ταγή line of battle fem nom/voc sg (doric aeolic) τᾱγά̱ , ταγή line of battle fem nom/voc/acc dual τᾱγά̱ , ταγή line of battle fem nom/voc sg (doric aeolic) ταγαί , ταγή line of… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάγ' — τά̱γᾱͅ , τάγης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγός — Ο κοινός άρχοντας των αρχαίων θεσσαλικών πόλεων, που τον διόριζαν στις κρίσιμες περιστάσεις και του έδιναν εξαιρετική δικαιοδοσία, πολιτική και στρατιωτική, ανάλογη με του δικτάτορα. Από το 450 π.Χ., τ. ονομάζονταν και οι πολιτικοί άρχοντες, δύο… … Dictionary of Greek
Partizip Futur Aktiv — Das Partizip Futur Aktiv, kurz PFA, ist in einigen Sprachen eine spezielle Verbform (Verbaladjektiv). Mit dem PFA kann eine spätere Handlung oder eine Absicht zum Ausdruck gebracht werden. In der deutschen Sprache gibt es jedoch nichts… … Deutsch Wikipedia
μεσοταγής — μεσοταγής, ές (Α) αυτός που είναι ταγμένος, τοποθετημένος στο μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ταγής (< θ. ταγ τού τάσσω, πρβλ. ἐ τάγ ην), πρβλ. αρτιο ταγής] … Dictionary of Greek
νεοταγής — νεοταγής, ές (Μ) αυτός που στρατολογήθηκε πρόσφατα, νεοσύλλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ταγής (< θ. ταγ τού τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ τάγ ην), πρβλ. αρτιο ταγής] … Dictionary of Greek
ομοταγής — ές (ΑΜ ὁμοταγής, ές) 1. αυτός που έχει ταχθεί στην ίδια σειρά ή στην ίδια γραμμή με άλλον ή με άλλους 2. αυτός που ανήκει στην ίδια τάξη με κάποιον 3. γραμμ. αυτός που συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ὁμοταγεῑς, οἱ ἐν τῷ αὐτῷ… … Dictionary of Greek
περισσοταγής — ές, Α (για αριθμό) ο τοποθετημένος σε μια σειρά περιττών αριθμών, σε αντιδιαστολή με τον αρτιοταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + ταγής (< θ. ταγ τού τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάγ ην), πρβλ. μεσο ταγής] … Dictionary of Greek
πρωτοταγής — ές, ΝΑ νεοελλ. 1. χημ. (για κορεσμένο άτομο άνθρακα ή αζώτου) αυτός που είναι ενωμένος με δύο άτομα υδρογόνου 2. φρ. «πρωτοταγής δομή» (βιοχ.) η αμινοξική ακολουθία τών πεπτιδικών αλυσίδων αρχ. ο παραταγμένος στην πρώτη τάξη. επίρρ... πρωτοταγῶς… … Dictionary of Greek
ταγή — η, ΝΜΑ, και ταή Ν νεοελλ. μσν. μερίδα τροφής ζώων, ταΐνι αρχ. 1. πρώτη γραμμή, μέτωπο μάχης 2. ο τόπος, η επαρχία που τελούσε υπό την εξουσία ενός αρχηγού («πότε καὶ τίνα παρὰ τῶν σατραπῶν ἐν τῇ ταγή ἐκλαβόντι», Αριστοτ.) 3. διαταγή, εντολή 4.… … Dictionary of Greek
νομοταγής — ές 1. αυτός που υποτάσσεται στις επιταγές τού νόμου, που συμμορφώνεται με τους νόμους, φιλόνομος, νομιμόφρων 2. (κατ επέκτ.) πολίτης με συντηρητικές αρχές 3. φιλήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + ταγής (< τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. ἐ τάγ ην), πρβλ.… … Dictionary of Greek