Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σῶτρον

См. также в других словарях:

  • σῶτρον — wooden felloe of the wheel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῶτρα — σῶτρον wooden felloe of the wheel neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • επίσωτρο — το (Α ἐπίσωτρον) το ελαστικό τού τροχού ενός οχήματος (αυτοκινήτου, ποδηλάτου κ.λπ.) ή η σιδερένια στεφάνη τού τροχού σιδηροδρομικού οχήματος, κάρου, άμαξας κ.λπ. που περιβάλλει το σώτρο* (ζάντα) αρχ. η μεταλλική στεφάνη τού τροχού γύρω από το… …   Dictionary of Greek

  • εύσωτρος — εὔσωτρος, ον και επικ. τύπος ἐϋσσωτρος, ον (Α) (για άμαξα) αυτός που έχει καλά σώτρα, τροχούς σε καλή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σώτρον «κυκλικό, περιφερειακό τμήμα τού τροχού» (< σεύομαι «ορμώ»)] …   Dictionary of Greek

  • μετασώτριο — το το κενό διάστημα που υπάρχει μεταξύ τών σώτρων τού τροχού άμαξας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σώτριο (< σῶτρον «μετάλλινη στεφάνη τού τροχού»). Η λ. μαρτυρείται από 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • οπίσσωτρον — ὀπίσσωτρον και κατά διόρθ. ἐπίσσωτρον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἁψὶς τοῡ τροχοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐπί + σῶτρον «ξύλινη περιφέρεια τροχού»] …   Dictionary of Greek

  • σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… …   Dictionary of Greek

  • σώτρο — το / σῶτρον, ΝΑ η στεφάνη τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σῶ τρον (με επίθημα τρον, δηλωτικό οργάνου, πρβλ. φίμωτρον) έχει σχηματιστεί από τη ρ. *kyew τού ρ. σεύομαι «τίθεμαι σε γρήγορη κίνηση, τινάζομαι» με μακρό φωνηεντισμό ō , λόγω τού ότι η στεφάνη… …   Dictionary of Greek

  • kēi- —     kēi     English meaning: to move     Deutsche Übersetzung: “in Bewegung setzen, in Bewegung sein”     Note: (: kǝi : kī̆ ); eu basis (partly with n Infix) kī (n )eu ; heavy basis kiǝ (: kiē ?)     Material: Gk. κίω “go away, travel” is late… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»