-
21 σικυών
II as pr. n. [full] Σῐκῠών, ῶνος, ἡ, Sicyon, Pi.N.9.53, etc.; also ὁ, X.HG4.2.14, 7.2.11; gender indeterm. in Il.2.572, 23.299; as Adj., γῆ Σ. Arist. Fr.640.26:—regul. Adj. [full] Σῐκῠώνιος, α, ον, Sicyonian, Th.1.28, etc.; Σ. ἔλαιον Sicyonian olive oil, Dsc.1.30, Gal.11.739 (but [full] σικυώνιον ἔλαιον oil of σίκυς, Aët.1.122, Alex.Trall.Febr.3, Paul.Aeg.3.77, 7.20); [full] Σῐκῠωνικός or [suff] σῐκῠ-ιακός, ή, όν, Callix.2, Ath.6.271d.—Adv. [full] Σῐκῠώνοθε, of or from Sicyon, Pi.N.9.1.—The people themselves called their town [full] Σεκυών, A.D.Adv.144.20, cf. [full] Σεκυώνιοι GDI2581.273 (Delph., ii B.C.); its oldest name was Αἰγιαλεῖς and then Μηκώνη, acc. to Str. 8.6.25. -
22 φύσις
φύσις [pron. full] [ῠ], ἡ, gen. φύσεως, poet. φύσεος prob. (metri gr.) in E.Tr. 886, cf. Ar.V. 1282 (lyr.), 1458 (lyr.), [dialect] Ion. φύσιος: dual φύσει (I origin,φ. οὐδενός ἐστιν ἁπάντων θνητῶν οὐδὲ.. τελευτή Emp.8.1
(cf. Plu.2.1112a);φ. βούλονται λέγειν γένεσιν τὴν περὶ τὰ πρῶτα Pl.Lg. 892c
;ἡ φ. ἡ λεγομένη ὡς γένεσις ὁδός ἐστιν εἰς φύσιν Arist.Ph. 193b12
;φ. λέγεται ἡ τῶν φυομένων γένεσις Id.Metaph. 1014b16
; freq. of persons, birth,φύσει νεώτερος S.OC 1295
, cf. Aj. 1301, etc.;φύσι γεγονότες εὖ Hdt.7.134
; φύσει, opp. θέσει (by adoption), D.L.9.25;φύσει Ἀμβρακιώτης, δημοποίητος δὲ Σικυώνιος Ath.4.183d
; so ὁ κατὰ φύσιν πατήρ, υἱός, ἀδελφός, Plb. 3.9.6, 3.12.3, 11.2.2; also in acc.,ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν S.El. 325
; ἢ φίλων τις ἢ πρὸς αἵματος φύσιν ib. 1125, cf. Isoc.3.42.2 growth, τριχῶν, παιδίου, Hp.Nat.Puer.20,29, cf. 27: pl.,γενειάσεις καὶ φύσεις κεράτων Plot.4.3.13
.II the natural form or constitution of a person or thing as the result of growth (οἷον ἕκαστόν ἐστι τῆς γενέσεως τελεσθείσης, ταύτην φαμὲν τὴν φ. εἶναι ἑκάστου Arist.Pol. 1252b33
): hence,1 nature, constitution, once in Hom., καί μοι φύσιν αὐτοῦ (sc. τοῦ φαρμάκου)ἔδειξε Od.10.303
;φ. τῆς χώρης Hdt.2.5
;τῆς Ἀττικῆς X.Vect.1.2
, cf. Oec.16.2, D.18.146, etc.;τῆς τριχός X.Eq.5.5
; αἵματος, ἀέρος, etc., Arist.PA 648a21, Mete. 340a36, etc.: pl.,φύσεις ἐγγιγνομένας καρπῶν καὶ δένδρων Isoc.7.74
;αἱ φ. καὶ δυνάμεις τῶν πολιτειῶν Id.12.134
;ἡ τῶν ἀριθμῶν φ. Pl.R. 525c
;ἡ τῶν πάντων φ. X.Mem.1.1.11
, etc.;ἡ ἰδία τοῦ πράγματος φ. IG22.1099.28
(Epist.Plotinae).2 outward form, appearance,μέζονας ἢ κατ' ἀνθρώπων φύσιν Hdt.8.38
; ἢ νόον ἤτοι φύσιν either in mind or outward form, Pi.N.6.5;οὐ γὰρ φ. Ὠαριωνείαν ἔλαχεν Id.I.4(3).49
(67);μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φ. A.Supp. 496
; (read εἷρπε, taking φ. with ἔχων), cf. Tr. 379; δρακαίνης φ. ἔχουσαν ἀγρίαν prob. in E.Ba. 1358;τὴν ἐμὴν ἰδὼν φ. Ar.V. 1071
(troch.), cf. Nu. 503;τὴν τοῦ σώματος φ. Isoc.9.75
.3 Medic., constitution, temperament, Hp.Aph.3.2 (pl.), al.;ἡ φ. καὶ ἡ ἕξις Id.Acut.43
;φ. φύσιος καὶ ἡλικία ἡλικίης διαφέρει Id.Fract.7
;φύσιες νούσων ἰητροί Id.Epid.6.5.1
.b natural place or position of a bone or joint, ἀποπηδᾶν ἀπὸ τῆς φ., ἐς τὴν φ. ἄγεσθαι, Id.Art.61, 62, al.;ὀστέον μένον ἐν τῇ ἑωυτοῦ φ. Id.VC5
, al.;φύσιες τῶν ἄρθρων Id.Nat.Puer.17
.4 of the mind, one's nature, character,ἦθος ἕκαστον, ὅπῃ φ. ἐστὶν ἑκάστῳ Emp.110.5
;εὐγενὴς γὰρ ἡ φ. κἀξ εὐγενῶν.. ἡ σή S.Ph. 874
; τὴν αὑτοῦ φ. λιπεῖν, δεῖξαι, ib. 902, 1310;φ. φρενός E.Med. 103
(anap.);ἡ ἀνθρωπεία φ. Th.1.76
;φ. τῆς μορφῆς καὶ τῆς ψυχῆς X.Cyr.1.2.2
;ὀνόματι μεμπτὸν τὸ νόθον, ἡ φ. δ' ἴση E.Fr. 168
; φ. φιλόσοφος, τυραννική, etc., Pl.R. 410e, 576a, etc.;δεξιοὶ φύσιν A.Pr. 489
;ἀκμαῖοι φύσιν Id.Pers. 441
;τὸ γὰρ ἀποστῆναι χαλεπὸν φύσεος, ἣν ἔχοι τις Ar.V. 1458
(lyr.), cf. 1282 (lyr.);Σόλων.. ἦν φιλόδημος τὴν φ. Id.Nu. 1187
;ἔνιοι ὄντες ὡς ἀληθῶς τοῦ δήμου τὴν φ. οὐ δημοτικοί εἰσι X.Ath.2.19
; φύσεως ἰσχύς force of natural powers, Th.1.138; φύσεως κακία badness of natural disposition, D.20.140;ἀγαθοὶ.. γίγνονται διὰ τριῶν, τὰ τρία δὲ ταῦτά ἐστι φ. ἔθος λόγος Arist. Pol. 1332a40
; χρῶ τῇ φύσει, i.e. give rein to your natural propensities, Ar.Nu. 1078, cf. Isoc.7.38;τῇ φ. χρώμενος Plu.Cor.18
;θείας κοινωνοὶ φ. 2 Ep.Pet.1.4
: pl., Isoc.4.113, v.l. in E.Andr. 956;οἱ ἄριστοι τὰς φ. Pl.R. 526c
, cf. 375b, al.: prov.,ἔθος, φασί, δευτέρη φ. Jul.Mis. 353a
.b instinct in animals, etc., Democr.278; ap. Stob.1.41.6;ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις ἡ αἴσθησις τῇ φ. ἥνωται, ἐν δὲ ἀνθρώποις τῇ νοήσει Corp.Herm. 9.1
, cf. 12.1.5 freq. in periphrases, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ' ὀργάνειας, i.e. would'st provoke a stone, S.OT 335;χθονὸς φ. A.Ag. 633
; esp. in Pl.,ἡ τοῦ πτεροῦ φ. Phdr. 251b
;ἡ φ. τῶν σωμάτων Smp. 186b
; ἡ φ. τῆς ἀσθενείας its natural weakness, Phd. 87e;ἡ τοῦ μυελοῦ φ. Ti. 84c
;ἡ τοῦ δικαίου φ. Lg. 862d
, al.; ἡ φ., with gen. understood, Smp. 191a, Phd. 109e.III the regular order of nature,τύχη.. ἀβέβαιος, φ. δὲ αὐτάρκης Democr.176
;κατὰ φύσιν Pl.R. 444d
, etc.; τρίχες κατὰ φύσιν πεφυκυῖαι growing naturally, Hdt.2.38, cf. Alex.156.7 (troch.); (cf. Pl.Grg. 488b);κατὰ φ. ποιεῖν Heraclit.112
; opp. παρὰ φύσιν, E.Ph. 395, Th.6.17, etc.;παρὰ τὴν φ. Anaxipp.1.18
; προδότης ἐκ φύσεως a traitor by nature, Aeschin.2.165; πρὸ τῆς φ. ἥκειν εἰς θάνατον before the natural term, Plu.Comp.Dem.Cic.5: freq. in dat. φύσει (ἐν φ. Hp.
Aër.14) by nature, naturally, opp. τύχῃ, τέχνῃ, Pl.Lg. 889b, cf. R. 381b;φύσει τοιοῦτος Ar.Pl. 275
, cf. 279, al.;ὁ ἄνθρωπος φ. πολιτικὸν ζῷόν ἐστι Arist.Pol. 1253a3
; ὁ μὴ αὑτοῦ φ. ἀλλ' ἄλλου ἄνθρωπος ὤν, οὗτος φ. δοῦλός ἐστιν ib. 1254a15;φ. γὰρ οὐδεὶς δοῦλος ἐγενήθη ποτέ Philem.95.2
; opp. νόμῳ (by convention), Philol.9, Archelaus ap.D.L.2.16, Pl.Grg. 482e, cf. Prt. 337d, etc.;τὰ μὲν τῶν νόμων ὁμολογηθέντα, οὐ φύντ' ἐστίν, τὰ δὲ τῆς φύσεως φύντα, οὐχ ὁμολογηθέντα Antipho Soph.44
Ai 32 (Vorsokr.5);ἅπας ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος φύσει καὶ νόμοις διοικεῖται D.25.15
;τοὺς τῆς φ. οὐκ ἔστι λανθάνειν νόμους Men.Mon. 492
;οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει τινί Pl. Ap. 22c
;φ. μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν S.Ph.79
, cf. Pl.Phlb. 14c, etc.;φύσει πάντα πάντες ὁμοίως πεφύκαμεν καὶ βάρβαροι καὶ Ἕλληνες εἶναι Antipho Soph.44
Bii 10 (Vorsokr.5); φύσιν ἔχει c. inf., it is natural, κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι (sc. τὸν Ἡρακλέα); Hdt.2.45, cf. Pl.R. 473a; οὐκ ἔχει φύσιν it is contrary to nature, ib. 489b; ;τὸ τόλμημα φύσιν οὐκ ἔχει Polem.Call.36
.IV in Philosophy:1 nature as an originating power,φ. λέγεται.. ὅθεν ἡ κίνησις ἡ πρώτη ἐν ἑκάστῳ τῶν φύσει ὄντων Arist.Metaph. 1014b16
;ὁ δὲ θεὸς καὶ ἡ φ. οὐδὲν μάτην ποιοῦσιν Id.Cael. 271a33
; ἡ δὲ φ. οὐδὲν ἀλόγως οὐδὲ μάτην ποιεῖ ib. 291b13;ἡ μὲν τέχνη ἀρχὴ ἐν ἄλλῳ, ἡ δὲ φ. ἀρχὴ ἐν αὐτῷ Id.Metaph. 1070a8
, cf. Mete. 381b5, etc.;φ. κρύπτεσθαι φιλεῖ Heraclit.123
;ἡ γοητεία τῆς φ. Plot.4.4.44
; φ. κοινή, the principle of growth in the universe, Cleanth.Stoic.1.126; as Stoic t.t., the inner fire which causes preservation and growth in plants and animals, defined as πῦρ τεχνικὸν ὁδῷ βαδίζον εἰς γένεσιν, Stoic.1.44, cf. 35, al., S.E.M.9.81; Nature, personified,χάρις τῇ μακαρίᾳ Φ. Epicur.Fr. 469
;Φ. καὶ Εἱμαρμένη καὶ Ἀνάγκη Phld. Piet.12
;ἡ κατωφερὴς Φ. Corp.Herm.1.14
.2 elementary substance,κινδυνεύει ὁ λέγων ταῦτα πῦρ καὶ ὕδωρ καὶ γῆν καὶ ἀέρα πρῶτα ἡγεῖσθαι τῶν πάντων εἶναι καὶ τὴν φ. ὀνομάζειν αὐτὰ ταῦτα Pl.Lg. 891c
, cf. Arist.Fr.52 (defined asτὴν πρώτην οὐσίαν.. ὑποβεβλημένην ἅπασι τοῖς γεννητοῖς καὶ φθαρτοῖς σώμασι Gal.15.3
);τῶν φύσει ὄντων τὰ στοιχεῖά φασιν εἶναι φύσιν Arist.Metaph. 1014b33
: pl., Epicur.Ep. 1p.6U., al.;ἄτομοι φ.
atoms,Democr.
ap. Diog.Oen.5, Epicur.Ep. 1p.7U.;ἄφθαρτοι φ. Phld.Piet.83
.3 concrete, the creation, 'Nature',ἀθανάτου.. φύσεως κόσμον ἀγήρων E.Fr. 910
(anap.);περὶ φύσεώς τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν Pl.Prt. 315c
; περὶ φύσεως, title of works by Xenophanes, Heraclitus, Gorgias, Epicurus, etc.;[σοφία] ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν Pl.Phd. 96a
;περὶ φ. ἀφοριζόμενοι διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν λαχάνων τε γένη Epicr.11.13
(anap.); so later,ἡ φ. τὸ ὑπὸ ψυχῆς τῆς πάσης ταχθέν Plot.2.2.1
;τὰ στοιχεῖα τῆς φ. Corp.Herm.1.8
; αἱ δύο φ., i.e. heaven and earth, light and darkness, etc., PMag.Leid.W.6.42.4 Pythag. name for two, Theol.Ar.12.V as a concrete term, creature, freq. in collect. sense, θνητὴ φ. mankind, S.Fr. 590 (anap.), cf. OT 869 (lyr.); πόντου εἰναλία φ. the creatures of the sea, Id.Ant. 345 (lyr.);ὃ πᾶσα φ. διώκειν πέφυκε Pl.R. 359c
, cf. Plt. 272c; ἡ τῶν θηλειῶν φ. woman- kind (opp. τὸ ἄρρεν φῦλον) X.Lac.3.4: also in pl., S.OT 674, Pl.R. 588c, Plt. 306e, X.Oec.13.9; in contemptuous sense, αἱ τοιαῦται φ. such creatures as these, Isoc.4.113, cf. 20.11, Aeschin.1.191.b of plants or material substances,φ. εὐώδεις καρποφοροῦσαι D.S.2.49
;ὑγράν τινα φ. καπνὸν ἀποδιδοῦσαν Corp.Herm. 1.4
.VI kind, sort, species,ταύτην.. ἔχειν βιοτῆς.. φύσιν S.Ph. 165
(anap.);ἐκλέγονται ἐκ τούτων χρημάτων μίαν φ. τὴν τῶν λευκῶν Pl.R. 429d
; φ. [ἀλωπεκίδων] species, X.Cyn.3.1; natural group or class of plants, Thphr.HP6.1.1 (pl.).VII sex, θῆλυς φῦσα (prob. for οὖσα)κοὐκ ἀνδρὸς φύσιν S.Tr. 1062
, cf. OC 445, Th.2.45, Pl.Lg. 770d, 944d: hence,
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Σικυώνιος — α, ο / Σικυώνιος, ία, ον, ΝΑ [Σικυών, ῶνος] 1. ο κάτοικος τής Σικυώνας 2. (για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που κατάγεται από τη Σικυώνα ή αυτός που προέρχεται από τη Σικυώνα (α. «μετὰ Λακεδαιμονίων καὶ Σικυωνίων πρέσβεων», Θουκ. β. «Σικυώνιον… … Dictionary of Greek
Σικυώνιος — Σικυών cucumber bed masc nom sg Σικυώνιος cucumber bed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικυώνιος — ία, ον, Α [σίκυος] αυτός που προέρχεται από τον σίκυο, από το αγγούρι («σικυώνιον ἔλαιον», Αέτ.) … Dictionary of Greek
Σικυώνιος — ο κάτοικος της Σικυωνίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… … Dictionary of Greek
Σικυώνι' — Σικυώνια , Σικυών cucumber bed neut nom/voc/acc pl Σικυώνιε , Σικυών cucumber bed masc voc sg Σικυώνιαι , Σικυών cucumber bed fem nom/voc pl Σικυώνια , Σικυώνια women s shoes neut nom/voc/acc pl Σικυώνια , Σικυώνιος cucumber bed neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρατος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… … Dictionary of Greek
αρατός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… … Dictionary of Greek
Σικυωνία — Σικυωνίᾱ , Σικυών cucumber bed fem nom/voc/acc dual Σικυωνίᾱ , Σικυών cucumber bed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Σικυωνίᾱ , Σικυώνιος cucumber bed fem nom/voc/acc dual Σικυωνίᾱ , Σικυώνιος cucumber bed fem nom/voc sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικυωνίας — Σικυωνίᾱς , Σικυών cucumber bed fem acc pl Σικυωνίᾱς , Σικυών cucumber bed fem gen sg (attic doric aeolic) Σικυωνίᾱς , Σικυώνιος cucumber bed fem acc pl Σικυωνίᾱς , Σικυώνιος cucumber bed fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σικυωνίω — Σικυών cucumber bed masc/neut nom/voc/acc dual Σικυών cucumber bed masc/neut gen sg (doric aeolic) Σικυώνιος cucumber bed masc/neut nom/voc/acc dual Σικυώνιος cucumber bed masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)