Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σῐκῠώνιος

См. также в других словарях:

  • Σικυώνιος — α, ο / Σικυώνιος, ία, ον, ΝΑ [Σικυών, ῶνος] 1. ο κάτοικος τής Σικυώνας 2. (για πρόσ. ή για πράγμ.) αυτός που κατάγεται από τη Σικυώνα ή αυτός που προέρχεται από τη Σικυώνα (α. «μετὰ Λακεδαιμονίων καὶ Σικυωνίων πρέσβεων», Θουκ. β. «Σικυώνιον… …   Dictionary of Greek

  • Σικυώνιος — Σικυών cucumber bed masc nom sg Σικυώνιος cucumber bed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικυώνιος — ία, ον, Α [σίκυος] αυτός που προέρχεται από τον σίκυο, από το αγγούρι («σικυώνιον ἔλαιον», Αέτ.) …   Dictionary of Greek

  • Σικυώνιος — ο κάτοικος της Σικυωνίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… …   Dictionary of Greek

  • Σικυώνι' — Σικυώνια , Σικυών cucumber bed neut nom/voc/acc pl Σικυώνιε , Σικυών cucumber bed masc voc sg Σικυώνιαι , Σικυών cucumber bed fem nom/voc pl Σικυώνια , Σικυώνια women s shoes neut nom/voc/acc pl Σικυώνια , Σικυώνιος cucumber bed neut nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρατος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… …   Dictionary of Greek

  • αρατός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… …   Dictionary of Greek

  • Σικυωνία — Σικυωνίᾱ , Σικυών cucumber bed fem nom/voc/acc dual Σικυωνίᾱ , Σικυών cucumber bed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Σικυωνίᾱ , Σικυώνιος cucumber bed fem nom/voc/acc dual Σικυωνίᾱ , Σικυώνιος cucumber bed fem nom/voc sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικυωνίας — Σικυωνίᾱς , Σικυών cucumber bed fem acc pl Σικυωνίᾱς , Σικυών cucumber bed fem gen sg (attic doric aeolic) Σικυωνίᾱς , Σικυώνιος cucumber bed fem acc pl Σικυωνίᾱς , Σικυώνιος cucumber bed fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σικυωνίω — Σικυών cucumber bed masc/neut nom/voc/acc dual Σικυών cucumber bed masc/neut gen sg (doric aeolic) Σικυώνιος cucumber bed masc/neut nom/voc/acc dual Σικυώνιος cucumber bed masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»