-
1 σιδαρίτας
1 iron clad met. εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται (Heyne: σιδηρίταν codd., def. Forssman, 155) N. 5.19 -
2 σιδηρίτης
A of iron, σ. πόλεμος iron war, Pi.N.5.19; σ. τέχνη the smith's art, Eup.263; σ. πέτρα rock with iron ore in it, D.S.5.13;σ. γῆ Arist.Fr. 326
ed. Berol., Poll.3.87.II σιδηρῖτις, ἡ, ironwort, Sideritis romana, Dsc.4.33, Plin. HN25.43, Aret.CD2.12; alsoσ. πόα Hsch.
;βοτάνη ἡ σ. J.AJ3.7.6
, Gal.12.885.2 also applied by Dsc. to burnet, Poterium Sanguisorba, 4.34; Cretan fig-wort, Scrophularia lucida, ib.35; Achilles' woundwort, Achillea tomentosa, ib.36.3 = ἑλξίνη, ib.85.4 = χαμαίπιτυς, Id.3.158.5 = περιστερεὼν ὕπτιος, Ps.-Dsc.4.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηρίτης
См. также в других словарях:
σιδηρίτης — Ανθρακικός σίδηρος, ο οποίος κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Σε αμιγή κατάσταση βρίσκεται με τη μορφή ρομβόεδρων, οπότε και ονομάζεται χαλυβίτης. Οι έδρες των ρομβοεδρικών κρυστάλλων είναι συνήθως καμπυλωτές, ο δε σχισμός, τέλειος… … Dictionary of Greek