-
1 σαράι
seraglioΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σαράι
-
2 seraglio
σαράι -
3 сарай
[σαράι] ουσ. α. υπόστεγο -
4 сарай
[σαράι] ουσ α υπόστεγο -
5 სარაია
Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > სარაია
-
6 σαίρω
A part the lips and show the closed teeth (cf. Gal.18(2).597), grin,σέσηρεν ἄν τε βούλητ' ἄν τε μή Alex.98.26
;Σάτυροι ἀπὸ τοῦ σεσηρέναι Ael.VH3.40
; but mostly in part., ἄπλητον σεσᾰρυῖα ([dialect] Ep. for σεσηρυῖα) Hes.Sc. 268; ; ;σ. καὶ γελῶν Com.Adesp.606
; γελῶντα καὶ ς. Plu.2.223c; σιμὰ ς. AP5.178 (Mel.); but also without any such bad sense, εἶπε σεσᾱρὼς ὄμματι μειδιόωντι smiling, Theoc. 7.19 (cf. προσσαίρω).2 transferred to grinning laughter,σεσηρόσι μειδιήμασι Hp.Gland.12
;σεσηρότι γέλωτι Luc.Am.13
: the neut. is used in Adv. sense,σεσᾱρὸς γελᾶν Theoc.20.14
; σεσηρὸς αἰκάλλειν, of a fox, Babr.50.14, cf. Ps.-Luc.Philopatr.26.3 of a wound or sore, ἕλκος σεσηρὸς καὶ ἐκπεπλιγμένον gaping, Hp.Fract.32, cf. Aret.CA2.2; also σ. χάσμημα, of a metrical hiatus, Eust.840.43.------------------------------------A sweep, clean,σαίρειν τε δῶμα E. Hec. 363
;σαίρειν στέγας Id.Cyc.29
, cf.Hyps.Fr.1 ii 17 (lyr.);μυρσίνας ἱερὰν φόβαν, ᾇ σαίρω δάπεδον θεοῦ Id. Ion121
, cf. 115 (both lyr.). -
7 σαίρω 1
σαίρω 1.Grammatical information: v.Meaning: `to sweep, to sweep out' (S., E.), metaph. `to clear away' (BCH 29, 204; Crete).Compounds: As 1. member perh. in σαράπους (Gal.), acc. σαράποδα, σάραπον (Alc.); after D. L. 1, 81 διὰ τὸ πλατύπουν εἶναι καὶ ἐπισύρειν τὼ πόδε (cf. Bechtel Dial. 1, 125, Sommer Nominalkomp. 26 n. 4 [p. 27] a. 188); after Gal. however to σέσηρα (2. *σαίρω); the word σαραποδ- is unexplained.Derivatives: 1. σάρον n. `brushings' (Sophr., Ion Trag., Call.), `broom' (Epid. IVa a.o.) with σαρ-όομαι, - όω `to be swept out, to sweep out, to sweep clean' (Lyc., NT, Pap. a.o.), from which - ωσις f. `sweep out' (pap.), - ωμα n. `brushings' (AB a.o.), - ωται pl. m. `sweeper' (Phanagoria), - ωτρον n. `broom' (Suid.); 2. σάρματα pl. n. `brushings' (Rhinth.), σαρμός σωρὸς γῆς, καὶ κάλλυσμα... H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Since Fick BB 5, 167 connected with σύρω `draw, drag (along)' ( σύρματα, συρφετός `brushings'); the anlaut may have been (acc. Hirt) with Bq and WP. 1, 750; 2, 530 (asking) IE tu̯-, with σαρ- and συρ- as diff. variants of a zero grade *tu̯r̥-i̯ō (cf. Schwyzer 351 f.) [rather uncertain]. An agreeing full grade present *tu̯er-ō may be found in Germ., e.g. OHG dweran `turn around quickly, stir through each other, mix'; to this nominal derivations like zero grade Lat. tur-ma `troop, squadron'. Also turba and σύρβη, τύρβη (s.v.) might belong here. Cf. also τορύνη, and ὀτραλέως. -- A connection with σὺρω is far from evident (against DELG).Page in Frisk: 2,671-672Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαίρω 1
См. также в других словарях:
σαράι — σαράι, το και σεράγι, το (λ. τουρκ.), παλάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαράι — και σαράγι και σεράι και σεράγι, το, Ν 1. (στον ισλαμικό κόσμο) πύργος, ανάκτορο 2. (ειδικά) το ανάκτορο τού σουλτάνου τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή και άλλων υψηλών αξιωματούχων της 3. μτφ. μεγάλο και πολυτελές οίκημα 4. φρ. «Η απαγωγή από το… … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Mount Athos — Ἅγιον Ὄρος Agion Oros (Αυτόνομη Μοναστικὴ Πολιτεία Ἁγίου Ὄρους) Aftonomi Monastiki Politia Agiou Orous location of Mount Athos in Greece … Wikipedia
Republique monastique du Mont Athos — République monastique du Mont Athos Άγιο Όρος Mont Athos … Wikipédia en Français
République monastique du Mont Athos — Άγιο Όρος Ayíou Órous Mont Athos … Wikipédia en Français
République monastique du mont athos — Άγιο Όρος Mont Athos … Wikipédia en Français
σαράγι — το, Ν βλ. σαράι … Dictionary of Greek
σεράγι — και σεράι, το, Ν βλ. σαράι … Dictionary of Greek
Ακ-Σαραγί — (14ος αι.). Τούρκος ιεροδιδάσκαλος (ουλεμάς) που έζησε την εποχή του Μουράτ Α’. Το όνομά του ήταν Σεΐχ Δζεμαλεντίν Μεχμέτ, τον αποκαλούσαν όμως Α.Σ. από το όνομα της πόλης της καταγωγής του Ακ Σαράι (το Ικόνιο στα τουρκικά). Στον τρόπο… … Dictionary of Greek