Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σᾰκοφόρος

См. также в других словарях:

  • σακοφόρος — ον, Α σακεσφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκος «ασπίδα» + φόρος* (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • σακοφόροι — σακοφόρος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»