-
1 ζυγος
ὅ1) ярмо(ἐπὴ ζ. αὐχένι κεῖται HH.)
2) перен. иго, бремя(τὸν ζυγὸν οὐ φέρειν Plut.; ὅ ζ. μου χρηστός NT.)
3) (лат. jugum) иго4) поперечный брус или рычаг Arst.5) весы Plat., Arst., Sext., NT.6) состояние равновесияμέ ζυγὸν ὑπερβαίνειν Pythagoras ap. Arst. et Plut. — не нарушать равновесия, т.е. соблюдать меру - см. тж. ζυγόν
-
2 ζυγός
-
3 ζυγός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ζυγός
-
4 ζυγός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ζυγός
-
5 Ζυγός
-
6 ζυγός
1. ярмо; перен. иго; 2. весы (чашечные).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ζυγός
-
7 ζυγός
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ζυγός
-
8 ζυγός
[зигос] επ чётный. -
9 ζυγός
[зигос] ουσ α ярмо иго. (αστρολ.) Весы. -
10 ευζυγος
-
11 αζυγος
-
12 αντιζυγος
2взаимно сопряженный, т.е. симметрично расположенный, держащий равновесие(τὸ ἧπαρ ἔχει ὥσπερ ἀντίζυγον τὸν σπλῆνα Arst.; ἀντίζυγα πέταλα Plut.)
-
13 εκατοζυγος
-
14 ευρυζυγος
-
15 νεοζυγος
-
16 πολυζυγος
-
17 πρωτοζυξ
-
18 συζυγος
-
19 τετραζυγος
-
20 τριακονταζυγος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
ζυγός — ή, ό 1. άρτιος: Ζυγός αριθμός. 2. διπλός: Τώρα που παντρεύτηκε έγινε ζυγός. 3. επίρρ., ζυγά: Παίζουν μονά ζυγά. 4. «ζυγά ζυγά», δύο δύο: Τα τρυγόνια πάνε ζυγά ζυγά. ο 1. ζυγαριά, παλάντζα, πλάστιγγα, καντάρι: Στα φαρμακεία χρησιμοποιούν ζυγούς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ζυγός — Sp Zigas Ap Ζυγός/Zygos L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
ζυγός — ζυγόν yoke masc nom sg ζυγός yoke masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέος Ζυγός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού … Dictionary of Greek
Παλαιός Ζυγός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 45 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διομήδειας … Dictionary of Greek
ισόζυγος — η, ο (Α ἰσόζυγος, ον) αυτός που έχει το ίδιο βάρος με άλλον, ισοβαρής, ισόσταθμος, ισοζυγής αρχ. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό και το ίδιο πρόσωπο με άλλον («ἰσόζυγον ῥῆμα» το ρήμα που έχει αντικείμενο το οποίο ταυτοπροσωπεί με τον εαυτό… … Dictionary of Greek
σύζυγος — ο, η / σύζυγος, ον, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. άνδρας συνδεδεμένος με τα δεσμά τού γάμου με μια γυναίκα 2. το θηλ. ως ουσ. γυναίκα ενωμένη με δεσμούς γάμου με έναν άνδρα νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σύζυγοι το ανδρόγυνο αρχ. 1. ως επίθ. α) ο… … Dictionary of Greek
υπόζυγος — ον,και ως ουσ. ὑπόζυγος, ὁ, Α 1. ως επίθ. υποζύγιος («ὑπόζυγος γὰρ ὁ μόσχος», Ιουστ.) 2. ως ουσ. ο υπεζωκότας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ἐπί ζυγος, σύ ζυγος] … Dictionary of Greek
ζυγαριά — η 1. ζυγός, πλάστιγγα, κάθε συσκευή ζυγίσματος 2. μτφ. ο ζυγός ως μέσο με το οποίο απονέμεται η δικαιοσύνη και ως σύμβολο τής δικαιοσύνης («κάπου αν υπάρχεις, κρίνε με και μίλησέ μου. Δικαιοσύνη! Δικαιοσύνη! η ζυγαριά σου!», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ … Dictionary of Greek
ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… … Dictionary of Greek