-
1 πρωτοζυξ
См. также в других словарях:
πρωτόζυξ — υγος, ὁ, ἡ, ΜΑ ο πρωτόζευκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. ὁμό ζυξ] … Dictionary of Greek
πρωτοζύγων — πρώτοζυξ fem gen pl πρωτόζυξ masc/fem gen pl πρωτόζυγον front rank neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόζυγα — πρώτοζυξ fem acc sg πρωτόζυξ masc/fem acc sg πρωτόζυγον front rank neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)