ευρύζυγος — εὐρύζυγος, ον (Α) (επίθ. τού Διός) αυτός που κάθεται σε πλατύ θρόνο, που έχει ευρεία εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + ζυγός] … Dictionary of Greek
εὐρύζυγος — broad throned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)