-
1 σύριχος
-
2 σύριχος
Grammatical information: m.Meaning: `basket' (Alex.). Also συρίσκος ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, εἰς ο σῦκα ἐμβάλλουσι. τινες δε ὑρίσκον H.Other forms: Here also ὕριχος (Porson; cod. - ισός Ar. Fr. 569, 5), ὕρισχος and βρίσχος (Phryn. PS), σύρισσος (Poll.), ὑρίσσος (H.), - ός (Theognost.); also ὑρρίς σπυρίς (Zonar.); cf. ὑρίσιδα (for ὑρίς, - ίδα?) σπυρίδιον, σπυρίς H.; ὑρράδα (cod. ὕρρ-) σπυρίδιον (Theognost.), ὕρραχα πρίσχη H. (cf. βρίσχος in Phryn.). With other anlaut: ἄρριχος (s. v.) and ἀρίσκος κόφινος H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The suffixes - ιχος and - ίσχος both show the popular character of the above words, which have clearly never reached the stabilising level of the literary language; (of course there may also be mistakes in the tradition). Etymol. unclear. Analytical attempt by Güntert Reimwortbild. 143; cf. also ῥίσκος and the lit. on ἄρριχος; further Hiersche Ten. aspiratae 22 f. w. further details and hypotheses. Furnée 135, 241, 392, 300Page in Frisk: 2,822Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σύριχος
-
3 συρίχοις
σύριχοςmasc dat pl -
4 συρίττω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συρίττω
-
5 ὑριχός
-
6 ἄρριχος
Grammatical information: f. (m.)Meaning: `basket' (Ar.)Other forms: ἀρίσκος· κόφινος [`basket'] η ἀγγεῖον λύγινον [`of wood, agnus castus'] H.Derivatives: ἄρσιχος (D. S.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. - ρσ- \> - ρρ- is normal; Forbes, Glotta 36, 1958, 265. The suffix in the synonym σύριχος etc. (Schwyzer 498, Chantr. Form. 402). Fur. 348 compares ἄρυσος\/ἔ- `basket'. Prob. a substr. word. (Not to ἀερσι- with DELG)Page in Frisk: 1,152Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄρριχος
-
7 σπυρίς
Grammatical information: f.Compounds: σπυριδο-φόρος `basket-carrying' (pap. IIa)Derivatives: Dimin. σπυρ-ίδιον (com. a.o.; σφ- hell. pap.), - ίχνιον (Poll.; like κυλίχνη a. o.); also - ιδώδης `basketlike', - ιδόν adv. `in form of a basket' (sch.). -- Instrumentname in - ίς as σκαφίς, γλυφίς a. o.; whether first from a noun (*σπυρός v.t.) or directly from a verb, cannot be decided. As "twined basket" to (IE) * sper- `wind, twine' in σπάρ-τον, σπεῖρα a. o. with υ-vowel from syllabic r (?).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: --The variation shows that the word is Pre-Greek. Furnée 241 compares further σύριχος (Alex.), σύρισσος (Poll.), σύρισκος (H.), ὑριχός (Ar.), ὕρισχος (Phryn.), ὑρίσκος (H.), ὑρίσσος (H.), all `twined basket', if from *σϜύριχος. -- Lat. LW [loanword] sporta (from σπυρίδα; through Etruscan?); s. W.-Hofmann s. v. w. lit.Page in Frisk: 2,773Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σπυρίς
См. также в других словарях:
σύριχος — και ὑριχός και ὕρισχος, ὁ, Α συρίσκος (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. τού καθημερινού λεξιλογίου όπως φανερώνει η ποικιλία μορφών που παρουσιάζουν οι συγγενείς τ. (πρβλ. συρίσκος, σύρισσος, ὑρρίς, ὕρον), καθώς και η εναλλαγή τών… … Dictionary of Greek
συρίχοις — σύριχος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύρον — Α (κατά τον Ησύχ.) «σμῆνος μελισσῶν Κρῆτες». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται πιθ. στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *swer «βουίζω» (βλ. λ. ὕραξ). Κατ άλλη άποψη, η λ. ὕρον συνδέεται με τη λ. σύριχος (για την απουσία τού αρκτικού σ , βλ. λ. σύριχος) και … Dictionary of Greek
σύρισσος — και ὑρίσσος και ὑρισσός, ὁ, Α πλεκτός κάλαθος, συρίσκος (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σύριχος, με επίθημα με διπλό σσ (για την ποικιλία τών τ. βλ. λ. σύριχος)] … Dictionary of Greek
υρρίς — ίδος, ἡ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «σπυρίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. σύριχος (για τη μορφή τής λ. και για απόψεις σχετικά με την ετυμολογία της βλ. λ. σύριχος)] … Dictionary of Greek
ύρραδα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπυρίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. σύριχος (για τη μορφή τής λ. και για απόψεις σχετικά με την ετυμολ. της βλ. λ. σύριχος)] … Dictionary of Greek
συρίσκος — και ὑρίσκος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῑόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσι τινὲς δὲ ὑρίσκον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύριχος] … Dictionary of Greek
υρίσιδα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπυρίδιον, σπυρίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. σύριχος βλ. λ. και πιθ. πρέπει να αναγνωσθεί ως ὑρίς, ίδα … Dictionary of Greek
υριχός — ὁ, Α βλ. σύριχος … Dictionary of Greek
ύρισχος — ὁ, Α βλ. σύριχος … Dictionary of Greek
ύρραχα — Α (κατά τον Ησύχ.) «πρίσχη». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θα μπορούσε ίσως να συνδεθεί με τη λ. σύριχος*, είναι όμως πιθανόν ότι είναι εσφαλμένος] … Dictionary of Greek