-
101 συν-ομοιο-παθέω
συν-ομοιο-παθέω, mit leiden, dieselbe Empfindung, dieselbe Leidenschaft mit Einem haben, τινί, Arist. rhet. 3, 7.
-
102 συν-ομο-λογέω
συν-ομο-λογέω, auch als dep. med., zugleich, zusammen, ebenfalls sagen, übereinstimmen mit Einem, τινί; Her. 2, 55; Thuc. 1, 133; περὶ δικαιοσύνης πάντες πως ξυνομολογοῦμεν πάντα εἶναι ταῦτα καλά, Plat. Legg. IX, 859 d; zugestehen, zugeben, ἀνάγκη καὶ τοῦτο συνομολογεῖν, Gorg. 504 b, u. oft in den Gesprächen; auch übereinkommen mit Einem über Etwas, pass., συνωμολογημένον ἡμῖν κεῖται, Phil. 41 d, es ist ausgemacht und zugegeben von uns, wir sind darüber einig, u. med., Euthyd. 280 a u. öfter; versprechen, Xen. Cyr. 5, 3, 15; αἱ συνϑῆκαι αἱ συνωμολογημέναι ὑπὸ Λουτατίου, Pol. 2, 21, 2.
-
103 συν-θνήσκω
συν-θνήσκω (s. ϑνήσκω), mit od. zugleich sterben, τινί. Aesch. Ag. 793 Ch. 973: Soph. O. C. 1687 u. öfter; auch übertr., οὐ γὰρ εὐσέβεια συνϑνήσκει βροτοῖς, Phil. 1429; Eur. Hel. 1418 u. öfter; in späterer Prosa, wie Luc. Mort. D. 27, 3.
-
104 συν-ομῑλέω
συν-ομῑλέω, mit, zugleich umgehen, τινί, mit Einem, N. T.
-
105 συν-θήκη
συν-θήκη, ἡ, Zusammensetzung, bes. stylistische Composition, Rhett. – Gew. Uebereinkunft, Vertrag, Aesch. Ch. 548; συνϑήκας ποιεῖσϑαί τινι, Ar. Pax 1030; Thuc. 5, 31. 8, 36; συνϑήκας ποιεῖσϑαι πρός τινα, Lys. 3, 22; ξυνϑήκας τὰς πρὸς ἡμᾶς παραβάς, Plat. Crit. 54 c; καὶ ὁμολογία, Crat. 384 d; ἐκ συνϑήκης, wie κατὰ συνϑήκην, nach der Verabredung, Legg. IX, 879 a Theaet. 183 c u. Folgde, wie Pol. oft.
-
106 συν-θᾱκέω
-
107 συν-άχθομαι
συν-άχθομαι (s. ἄχϑομαι), sich mit od. zugleich beschweren, betrüben, mittrauern; τινί, Her. 8, 142; Isocr. 1, 26. 4, 112; τῇ πόλει συναχϑεσϑείην, Dem. Lpt. 113, mit folgdm εἰ; Folgde, wie Plut. consol. ad Apoll. Anf.
-
108 συν-έπ-αινος
συν-έπ-αινος, lobend, billigend, beistimmend, τινί, Her. 3, 119. 5, 20. 31. 32 u. Folgde.
-
109 συν-έξ-ειμι
συν-έξ-ειμι (s. εἶμι), mit od. zugleich herausgehen; Thuc. 3, 113; τινί, Xen. Cyr. 1, 4, 15; Sp.
-
110 συν-νῑκάω
-
111 συν-ῳδός
συν-ῳδός, mit oder zusammen singend, μουσεῖα ϑρηνήμασι ξυνῳδά, Eur. Hel. 173; übereinstimmend, ξυνῳδὰ φρονεῖν τινι, Ar. Av. 634; τάδ' οὐ ξυνῳδὰ τοῖσιν ἐξηγγελμένοις, Eur. Med. 1008; Her. 5, 92, 3; Plat. Phaed. 92 c; λόγοι συνῳδοὶ τοῖς ἔργοις, Arist. eth. 10, 1, 4; διατριβὴ συνῳδὸς τῇ φιλοσοφίᾳ, Luc. Nigr. 14.
-
112 σύν-ταξις
σύν-ταξις, εως, ἡ, Zusammenordnung, -stellung, Anordnung, ξύμπασαν τὴν διακόσμησιν καὶ σύνταξιν, Plat. Tim. 24 c. Daher Ordnung, Stellung, Stand, εἰς μίαν σύνταξιν τὴν τοῦ ἄρχοντος, Rep. V, 462 c; ἡ τῶν ὅλων σύνταξις, die Weltordnung. – Bes. – a) die Aufstellung der Soldaten; Thuc. 6, 42; σύνταξιν ποιεῖσϑαι, Xen. Cyr. 2, 4, 1; geordnete Schaar, 8, 1, 14; Pol. 1, 21, 10 u. öfter; Schlachtordnung; σύνταξις Ἑλληνική, ein aus allen Hellenischen Bundesstaaten zusammengesetztes Heer, Plut. Aristid. 21; vgl. ἡ εἰς τοὺς μυρίους σ., Xen. Hell. 5, 2, 37, wie σύνταγμα. – b) das Zusammensetzen, Abfassen eines Buches, die Schrift, Abhandlung, ἡ τῶν καϑόλου πραγμάτων σύνταξις Pol. 1, 4, 2, u. öfter αἱ πρὸ τοῦ συντάξεις, die frühern Bücher. – c) bei den Gramm. die Wortfügung, die Lehre von der sprachrichtigen Verbindung der Wörter unter einander zu ganzen Sätzen, die Syntax. – d) Verabredung, Vertrag, Vergleich; Dem. 58, 37; Pol. 5, 3, 3; τὰ χρήματα τὰ κατὰ τὰς συντάξεις ὁμολογηϑέντα, 5, 95, 1. – e) eine auferlegte Abgabe an die Staatskassen, ein in Athen von Kallistratos eingeführter milderer Ausdruck für φόρος, Harpocr.; vgl. Xen. Ath. 3, 5 u. Aesch. 3, 96; ὑποτελεῖν, Isocr. 7, 2; σύνταξιν τελεῖν τινι, Pol. 22, 27, 2, Tribut; – dah. Einkommen, σύνταξιν κατασκευάζειν τῇ πόλει, Dem. 5, 13. – f) der Sold, die Löhnung der Soldaten, milderer Ausdruck für μισϑός, οὔτε τὰς συντάξεις Διοπείϑει δίδομεν, Dem. 8, 22; D. Sic.; auch Pension, Jahrgeld, Plut. Alex. 21; καὶ δαπάνη, Lucull. 2, u. a. Sp.; vgl. Schaefer D. Hal. de C. V. p. 363.
-
113 σύν-τῑμος
-
114 σύν-ειμι [2]
σύν-ειμι (s. εἶμι), mit, zugleich, zusammen gehen, sich versammeln, ἐς χῶρον ἕνα, Il. 4, 446. 8, 60; bes. – a) im feindlichen Sinne, zusammentreffen, handgemein werden, kämpfen; 6, 120. 14, 393. 16, 476; Hes. Th. 686 Sc. 383; mit dem ausdrücklichen Zusatze μάχεσϑαι, Il. 20, 159. 23, 814; ἔριδι ξυνιόντες, 20, 66. 21, 390; Hes. Th. 705. – b) im friedlichen Sinne, zusammenkommen, um mit einander zu sprechen, τινὶ εἰς λόγους, übh. übereinkommen, ἐς τωὐτό, Her. 1, 62; ἡ ἄλλη Ἑλλὰς πᾶσα μετέωρος ἦν ξυνιουσῶν τῶν πρώτων πόλεων, Thuc. 2, 8, u. öfter; sich vereinigen, ξυνόδους ξυνιέναι, Plat. Conv. 197 d; εἰς τὴν κοινωνίαν, Legg. VI, 773 a; ὀλοφύρονται ξυνιόντες, wenn sie zusammen kommen, Rep. I, 329 a; ἀπὸ τῶν πρὸς ἄλληλα ξυνιόντων, Soph. 248 a; οὐ ξυνῄεσαν βουλευσόμενοι ὡς τὸν βασιλέα, Thuc. 2, 15; συνιὼν ἐπὶ καταλύσει τοῦ δήμου ἑάλω, von Verschwörungen, Dem. 24, 144. – Von fleischlicher Gemeinschaft, coire, Arist. H. A. 5, 2, dem πλησιάζειν entsprechend; u. so Plut. Sol. 2, Lesart der mss. für συνεῖναι. – Auch von Geldern, zusammenkommen, -fließen, eingehen, χρήματα συνιόντα, Her. 1, 64. 4, 1.
-
115 σύν-οιδα
σύν-οιδα (s. οἶδα), συνοίδασι Lys. 11, 1, συνειδήσω Isocr. 1, 16, mitwissen, dasselbe, was Andere wissen, Her. 6, 57; gew. mit darum wissen, Mitwisser, Mitschuldiger sein, καὶ τίνα σύνοισϑά μοι καλουμένῃ βροτῶν; Aesch. Ch. 214, worauf folgt σύνοιδ' Ὀρέστην πολλά σ' ἐκπαγλουμένην, was einfach ist ich weiß, daß du, eigtl. ich weiß mit dir, von dir, daß du –; so σύνοιδά τινί τι, ich weiß Etwas von Einem, Her. 8, 113. 60; συνῃδέετε, 9, 58; στυγεραὶ ξυνίσασ' εὐναί, ὅσα ϑρηνῶ, Soph. El. 92; αὐτὸς ξυνειδὼς ἢ μαϑὼν ἄλλου πάρα, O. R. 704; τὸ μήτε δρᾶσαι μήτε τῳ ξυνειδέναι τὸ πρᾶγμα βουλεύσαντι, Ant. 266; ξύνοιδα ϑεόϑεν πιτνοῠντ' ἐπὶ δόμοις ἄχη, Eur. Med. 1269; οὐδὲ ξυνῄδει σοί τις ἔκϑεσιν τέκνου; Ion 956, u. sonst;. auch σύνοιδα δείν' εἰργασμένος, Or. 396, vgl. Med. 495; ξυνειδέναι τί μοι δοκεῖς σαυτῷ καλόν, Ar. Equ. 184, wie ξύνοιδ' ἐμαυτῇ πολλὰ δεινά Th. 477; u. in Prosa, bes. so, daß man dabei gewesen ist und Zeuge sein kann, Xen. An. 7, 6, 18; συνειδότες τὴν πρᾶξιν, Hell. 3, 3, 6; σύνοιδέ μοι εἰ ἐπιορκῶ, Her. 9, 60; ἐγὼ τοῖς λόγοις ξύνοιδα οὖσιν ἀλαζόσιν, d. i. ich weiß, daß die Worte prahlerisch sind, Plat. Phaed. 92 d; ξύνοιδ' ἐμα υτῷ ἀντιλέγειν οὐ δυναμένῳ, ich weiß, daß ich nicht widersprechen kann, Conv. 216 b; auch ἐγὼ οὔτε μέγα οὔτε σμικρὸν ξύνοιδα ἐμαυτῷ σοφὸς ὤν, Apol. 21 b; u. σύνοιδά που καὶ αὐτὸς ὅτι, Phaedr. 257 d, wie ξύνισμεν, ὡς αὐτοί τε ἀντειπεῖν δεινοί, Soph. 232 c; ἵνα τούτῳ ταῠτα συνειδῶμεν, damit wir dieses von ihm wissen, Prot. 348 b; mit folgdm acc. c. inf. Antiph. 1, 9; συνειδὼς ἑαυτῷ τὸ ἀδίκημα, 2 α 6; συνῄδει ἐμοὶ ἠδικημένῳ, Dem. 21, 2, vgl. 24, 124; τὸ συνειδός, das Mitwissen, bes. das eigene, das Zeugniß, das sich Einer selbst giebt, das Gewissen, Wolf Dem. Lpt. p. 231; ib. §. 13 ist οἶδα, ich weiß durch Hören, dem σύνοιδα, ich weiß dadurch, daß ich selbst dabei war, entgegengesetzt; συνειδὼς ἑαυτῷ κακῶς κεχειρικότι, Pol. 25, 8, 6; συνῄδει πολλάκις αὐτῷ διεσφαλμένῳ, 4, 14, 3, u. öfter, u. Sp., wie Luc., ἃ σύνοισϑα τῷ βίῳ ἑκάστῳ Gall. 15.
-
116 σύν
+ P 53-24-22-57-77=233 Ex 6,26; 7,4(bis); 10,9(bis)[τινι]: with, in the company of Ex 10,9; together with Ex 12,9; with (of sth that belongs to sth) Lv 1,16; with (of circumstance) Ex 6,26; with (denoting instrument) Ex 36,10; with (of manner) Ex 7,4; besides, in addition to 3 Mc 1,22; see also μετά*Dt 33,2 σύν with -ֹהתִּא for MT ָתה אָ he came; *Mi 7,13 σύν with-עם for MT על on account of; *Jb 39,25 σύν with-עם for MT רעם thunder; *Eccl 1,14 σύν with-ֵאת for MT ֶאת (nota accusativi), see also 2,17.18, 3,11, 4,1 et al.; *DnT h 9,26 σύν with-ִעם for MT ַעם peopleCf. JOHANNESSOHN 1910 1-82; 1926 202-216; MURAOKA 1991, 205; VOIGT 1989 36-37.46(n.103);WEVERS 1990 473.598; →TWNT -
117 προ-συν-τίθεμαι
προ-συν-τίθεμαι (s. τίϑημι), vorher verabreden, einen Vertrag machen, φιλίαν τινί D. Cass. 36, 28.
-
118 προ-συν-οικέω
προ-συν-οικέω, vorher zusammenwohnen, bes. von der Ehe, mit Einem zusammenleben, τινί, Her. 3, 88.
-
119 προ-συν-οικίζω
προ-συν-οικίζω, vorher zusammen in eine Wohnung bringen, vorher verheirathen, τινί, mit Einem, Sp.
-
120 ἀ-συν-θετέω
ἀ-συν-θετέω, bundbrüchig sein, τινί LXX.
См. также в других словарях:
συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
OECUS — apud Vitruvium, l. 6. c. 6. Graeca vox, Οἶκος, vulgo domus: Iosepho l. 15. Regnum seu Tetrarchia est, ibi enim legimus, ὁ οἶκος τοῦ Λυσανίου quod idem est, ac Lysaniae Tetrarchiae vel Abilenae, ut appellat Euangelista Lucas c. 3. v. 1. Vide supra … Hofmann J. Lexicon universale
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
συνδοκώ — έω, ΜΑ και αττ. τ. ξυνδοκῶ, έω, Α θεωρώ κάτι επίσης καλό ή εύλογο αρχ. 1. (συν. ως τριτοπρόσ.) συνδοκεῑ (μοι) μού φαίνεται επίσης σωστό, καλό, αρέσει και σε εμένα επίσης ή, ακόμη, τό εγκρίνω και εγώ επίσης 2. πιθ. νομίζω, θαρρώ 3. (το ουδ. πληθ.… … Dictionary of Greek
μνηστεύω — (ΑΜ μνηστεύω Α δωρ. τ. μναστεύω) [μνηστός] δεσμεύω δύο άτομα διαφορετικού φύλου με αμοιβαία υπόσχεση γάμου, αρραβωνιάζω (α. «αύριο, μνηστεύω την κόρη μου» β. «ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί», ΚΔ) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
συναρτώ — συναρτῶ, άω, ΝΜΑ συνάπτω, συνδέω δύο ή περισσότερα πράγματα μεταξύ τους νεοελλ. 1. μτφ. συσχετίζω με βάση τη λογική ή συνδέω αμοιβαία, αλληλεξαρτώ 2. παθ. συναρτώμαι α) είμαι, βρίσκομαι σε συνάρτηση με κάτι β) εξαρτώμαι από κάτι αρχ. 1. έχω το… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… … Dictionary of Greek
συσπειρώ — (I) άω, ΜΑ 1. συστέλλω, συμμαζεύω («ἡ γαστὴρ συναγαγοῡσα... ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα», Γαλ.) 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι («περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι», Αριστοτ.) 3. κάνω ένα κουβάρι, κουλουριάζω, κουβαριάζω («ἔν τινι… … Dictionary of Greek