-
1 συν-θήκη
συν-θήκη, ἡ, Zusammensetzung, bes. stylistische Composition, Rhett. – Gew. Uebereinkunft, Vertrag, Aesch. Ch. 548; συνϑήκας ποιεῖσϑαί τινι, Ar. Pax 1030; Thuc. 5, 31. 8, 36; συνϑήκας ποιεῖσϑαι πρός τινα, Lys. 3, 22; ξυνϑήκας τὰς πρὸς ἡμᾶς παραβάς, Plat. Crit. 54 c; καὶ ὁμολογία, Crat. 384 d; ἐκ συνϑήκης, wie κατὰ συνϑήκην, nach der Verabredung, Legg. IX, 879 a Theaet. 183 c u. Folgde, wie Pol. oft.
-
2 ἐπι-συν-θήκη
ἐπι-συν-θήκη, ἡ, Zusatz zu einem Bündniß, zweiter Vertrag, Pol. 3, 27, 7.
-
3 θήκη
Grammatical information: f.Meaning: `case, chest; tomb' (IA)Compounds: very often as 2. member, both with prefix ( δια-, ὑπο-, συν- usw.; with δια-, ὑπο-, συν-τίθημι) as with nominal 1. member ( βιβλιο-, χαλκο-θήκη.);Derivatives: Dimin. θηκίον (pap.) and θηκαῖος `for the tomb' (Hdt.); from there again several derivv.Etymology: Generally connected with Skt. dhāká- m. `container etc.' (gramm.). Doubts on the the genetic connection in Schwyzer 741 n. 8 and Mayrhofer KEWA s. v. S. τίθημιPage in Frisk: 1,670Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θήκη
-
4 συνθήκη
συν-θήκη, ἡ, Zusammensetzung, bes. stilistische Composition. Gew. Übereinkunft, Vertrag; ἐκ συνϑήκης, wie κατὰ συνϑήκην, nach der Verabredung -
5 ἐπισυνθήκη
ἐπι-συν-θήκη, ἡ, Zusatz zu einem Bündnis, zweiter Vertrag
См. также в других словарях:
ευσύνθηκος — εὐσύνθηκος, ον (Α) πιστός στις συνθήκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν θήκη] … Dictionary of Greek
σέριφος — Νησί των Κυκλάδων, που βρίσκεται μεταξύ Σίφνου και Κύθνου (έκταση 73,23 τ. χλμ.). Το νησί υπάγεται διοικητικά στην επαρχία Μήλου. Η οικονομία του στηρίζεται σε καλλιέργειες οπωρόδεντρων, λαχανοκηπουρικών και εσπεριδοειδών, περιορισμένης όμως… … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
πυραμίδα — I Μνημειακή κατασκευή, που έχει σχήμα όμοιο με το ομώνυμο γεωμετρικό στερεό και που στην αρχαία Αίγυπτο χρησίμευε ως τάφος, αρχικά μόνο των ηγεμόνων, αλλά αργότερα και ιδιωτών. Άρχισε να χρησιμοποιείται ιδίως από την 3η έως τη 18η δυναστεία (2650 … Dictionary of Greek
συγκύτιο — το, Ν 1. βιολ. κύτταρο με πολλούς ανεξάρτητους πυρήνες, με κοινό όμως κυτταρόπλασμα, αλλ. συγκυτιακό κύτταρο ή πλασμώδιο 2. ανατ. κυτταροπλασματική μάζα με πολλούς πυρήνες, χωρίς κυτταρικά όρια, προϊόν συντήξεως κυττάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek