-
1 συμπας
σύμπᾱσα, σύμπᾰν весь целиком, в совокупности(στρατός Soph.; πόλις Plat.; ὁδός Xen.)
αἰῶνα τὸν ξύμπαντα Eur. — в течение всей жизни;πέντ΄ ἦσαν οἱ ξύμπαντες Soph. — всех их было пятеро;ἥ ξύμπασα γνώμη τῶν λεχθέντων Thuc. — главное содержание сказанного - см. тж. σύμπαν, σύμπαντα и σύμπασα -
2 σύμπας
-
3 σύμπας,\ σύμπασα,\ σύμπαν
-
4 δαφνηφορεω
-
5 διοικονομεω
устраивать, упорядочивать, управлять(ἐμμελῶς ὅ σύμπας διοικονομεῖται διάκοσμος οὐρανοῦ καὴ γῆς Arst.)
См. также в других словарях:
σύμπας — σύμπᾱς , σύμπας all together masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπας — ασα, αν, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμπας, ασα, αν, Α 1. όλος μαζί ή όλος συγχρόνως (α. «σύμπασα η κοινωνία καταδίκασε τα βίαια επεισόδια» β. «πέντ ἦσαν οἱ ξύμπαντες», Σοφ.) 2. συνολικός 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. σύμπαν αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. το όλον, το… … Dictionary of Greek
ξύμπαντα — σύμπας all together neut nom/voc/acc pl σύμπας all together masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπαντα — σύμπας all together neut nom/voc/acc pl σύμπας all together masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμπάντεσι — σύμπας all together masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμπάντων — σύμπας all together masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμπαν — σύμπας all together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμπαντας — σύμπας all together masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμπαντες — σύμπας all together masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμπαντι — σύμπας all together masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμπαντος — σύμπας all together masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)