-
1 σῦκα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σῦκα
-
2 Τα σύκα σύκα και η σκάφη σκάφη
• Называть вещи своими именамиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τα σύκα σύκα και η σκάφη σκάφη
-
3 σκάφη
η1) корыто; 2) квашня; З) лодка; шлюпка (мор.);§ λέγω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη — называть вещи своими именами; — говорить начистоту
-
4 σύκο(ν)
το фига, смоква, инжир;§ λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη — называть вещи своими именами; — говорить прямо
-
5 σύκο(ν)
το фига, смоква, инжир;§ λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη — называть вещи своими именами; — говорить прямо
-
6 γενναιος
3 и 21) врожденный, прирожденный2) свободнорожденный, принадлежащий к свободному сословию(τέκνα Her.)
3) принадлежащий к знатному роду, родовитый(γονῇ Soph.; γ. τις ἑπτὰ πάππους πλουσίους ἔχων Plat.)
4) благородный, породистый(σκύλαξ Xen., Plat.; ζῷα Arst.)
5) благородный, нравственно чистый(ἀνήρ, πρᾶγμα Plat.; ἔπος Soph.; ψυχά Eur.; ἁπλοῦς τῷ ἤθει καὴ γ. Arst.)
γ. εἶ ирон. Arph. — нет уж, благодарю покорно6) превосходный, замечательный, отличный(σταφυλή, σῦκα Plat.; χώρα Polyb.)
7) огромный, внушительный(δύη Soph.; πώγων Plat.)
πολλὰ γενναῖα ἐποί ησεν ὅ ἄνεμος Xen. — немалых дел натворил ветер -
7 γεραιοφλοιος
-
8 καμινος
(ᾰ) ἥ1) печь ( для обжига или плавки), горн(ὀπτᾶν τὰς πλίνθους ἐν καμίνοισι Her.; ἐν καμίνῳ καίεται ὅ σίδηρος Arst.)
2) кухонная печь(βοῦς ὅλος ὀπτὸς ἐν καμίνῳ Her.; σῦκα ξηραινόμενα ταῖς καμίνοις Arst.)
ἥ κ. τοῦ πυρός NT. — горящая печь, перен. адское пламя -
9 οπωριζω
(fut. ὀπωριῶ; ион. part. fut. pl. ὀπωριεῦντες)1) собирать плодыὅπως ὀπωρίζωσιν οἱ βουλόμενοι Plut. — (Кимон убрал все ограждения), чтобы все желающие могли рвать (у него) плоды
2) собирать, снимать, срывать(τοὺς φοινίκας Her.; σῦκα Plat.)
-
10 πεπειρος
-
11 συκαζω
-
12 συκον
τό1) плод смоковницы, фига Hom., Her., Arph., Plat.2) бородавка на веке(τὰ σῦκα ἐπὴ τοῖς ὀφθαλμοῖς Arph.)
3) pudenda muliebria Arph. -
13 τριβολος
(ῐ) ὅ1) трибол (шарик с четырьмя остриями, из которых одно всегда торчало вверх; такие шарики рассыпались для задержки неприятельской конницы)2) колючка, ость(τριβόλους ἀπολέξαι Arph.)
3) колючее растение, терн4) pl. чесалка(τρίβολοι ἀχυρότριβες Anth.)
-
14 ψυχω
(ῡ; ῠ только в aor. 2 pass. ἐψύχην и ἐψύγην; fut. pass. ψυχθήσομαι и ψυγήσομαι)1) дуть, дышатьἦκα μάλα φύξασα Her. — чуть дохнув
2) презр. изрыгать, т.е. выпускать в свет, сочинять(ἄδικα βιβλία Plut.)
3) охлаждать, pass. охлаждаться, холодеть, остывать(τὸ ὕδωρ ψύχεται Her.; τὸ πῦρ ἐψυγμένον Plat.; ψυγήσεται ἥ ἀγάπη NT.)
4) обдавать холодом, леденить(ψυχάν Aesch.)
5) сушить(ταῖς καμίνοις ψυχόμενα τὰ σῦκα Arst.)
; pass. сохнуть(ἕως ἂν ψυχθῇ, sc. ἥ γῆ Xen.)
πτερὰ ψυχόμενα Plut. — выпадающие перья -
15 αρμάθα
-
16 λιαστός
η, ό высушенный на солнце; выставленный на солнце;σύκα λιαστά — сушёный инжир
-
17 σχάζω
1. μετ. мед. вскрывать (нарыв);2. αμετ. лопаться;σχάζουν τα σύκα — лопается инжир
См. также в других словарях:
συκᾶ — σῡκᾶ , συκάζω gather fut ind act 1st sg (doric aeolic) συκῆ fig tree fem nom/voc/acc dual (attic doric) συκῆ fig tree fem nom/voc sg (doric) σῡκᾶ , συκῆ fig tree fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic) σῡκᾶ , συκῆ fig tree fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῦκα — σῦκον fruit of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σύκα μερίζειν. — См. На тебе, небоже, что мне не гоже … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζων. — См. Называть вещи своим именем … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σῦκ' — σῦκα , σῦκον fruit of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῦχ' — σῦκα , σῦκον fruit of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύκο — το / σῡκον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. τῡκον Α 1. ο εδώδιμος καρπός τής συκιάς 2. φρ. α) «βασιλικά σύκα» και «σύκα βασίλεια [ἡ βασιλικά»]» είδος εκλεκτών και μεγάλων σύκων β) «ξηρά σύκα» αποξηραμένα σύκα που τρώγονται ως ξηροί καρποί γ) «λέω τα σύκα σύκα … Dictionary of Greek
συκία — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
σκάφη — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… … Dictionary of Greek
συκοφάντης — ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, ιδος, Α 1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας 2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές β) μηνυτής εκείνων… … Dictionary of Greek