-
1 σωτήριος
σωτήριος, ον (σωτήρ; Trag., Thu.+; ins, pap, LXX; TestJob 51:4; Test12Patr, Philo, Joseph.; Just., D. 13, 1; 24, 1; 74, 3) pert. to salvation, saving, delivering, preserving, bringing salvation.ⓐ as adj. ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ θεοῦ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις the grace of God has appeared, bringing salvation to all human beings (ς. τινι as Thu. 7, 64, 2 τοῖς ξύμπασι σωτήριος) Tit 2:11.ⓑ subst., neut. τὸ σωτήριον means of deliverance, then also the deliverance itself (Aeschyl. et al.; Plut., Lucian; Herm. Wr. 10, 15 τοῦτο μόνον σωτήριον ἀνθρώπῳ ἐστίν, ἡ γνῶσις τοῦ θεοῦ; LXX; Jos., Bell. 3, 171; 6, 310 [τὰ σωτήρια of God]; Just., D. 74, 3b.—ταπεινοφρονσύνης ς[ω]τ̣ή[ρ]ιον Did., Gen. 70, 26), in our lit. of Messianic salvation and the one who mediates it. Dg 12:9. W. gen. τὸ σωτήριον τοῦ θεοῦ (TestSim 7:1; cp. TestDan 5:10) Lk 3:6 (Is 40:5); Ac 28:28; 1 Cl 35:12 (Ps 49:23); cp. 18:12 (Ps 50:14); περικεφαλαία τοῦ σωτηρίου Eph 6:17 (Is 59:17). θήσομαι ἐν σωτηρίῳ 1 Cl 15:6 (v.l. σωτηρίᾳ=Ps 11:6).—Also of the σωτήρ himself εὕρομεν τὸ σωτήριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χρ. 36:1. εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου Lk 2:30.—ELohse, Passafest, ’53, 50–56 (‘peace-offering’ in some LXX passages).—DELG s.v. σῶς. M-M. TW. Spicq. -
2 σωτήριος
σωτήριος, rettend, erhaltend, befreiend, heilbringend; σωτήριός τινος, Aesch. Eum. 671; τάχ' ἂν γενοίμεϑ' αὐτοῠ σὺν ϑεῷ σωτήριοι, Soph. Ai. 766. ϑεοί, El. 273, aber auch τινί, ἦ ταῠτ' ἄριστα καὶ πόλει σωτήρια, Aesch. Spt. 165; πομμπεύς, Eur. Rhes. 228, wie πομπός, Bacch. 963. ναυτίλοις, Or. 1637, u. öfter, τὰ σωφρόνων ἀρχόντων σωτήρια, Plat. Polit. 311 a; τὸ πείϑεσϑαι σωτηριώτερον αὐτοῖς, Xen. Mem. 3, 3, 10; Folgde; – τὸ σωτήριον, die Rettung, ἐξευρίσκωμεν σωτήριον ἐκ τῶν παρόντων, Luc. Iov. Trag. 18; – τὰ σωτήρια, sc. ἱερά, Dankopfer, Dankfest für die Errettung, ϑύειν ϑεοῖς, Xen. An. 3, 2, 9, D. Sic. 17, 100. – Aber Soph. O. C. 488 δέχεσϑαι τὸν ἱκέτην σωτήριον ist wohl rast. = σῶοςzu nehmen. – Adv., S. Emp. adv. phys. I, 113, σωτηρίως ἔχειν, im Ggstz von ἀσώτως, Plut. qu. nat. 26. – In Smyrna hieß der öffentliche Abtritt τὸ σωτήριον.
-
3 σωτηριος
21) несущий спасение, спасительный, избавительный(τινι Aesch., Eur. и τινος Plat.)
2) охраняющийΖεὺς σ. Soph. — Зевс-хранитель
3) спасаемый, хранимыйἐλπὴς σπέρματος σωτηρίου Aesch. — надежда на продление рода;
δέχεσθαι τὸν ἱχέτην σωτήριον Soph. — предоставлять беглецу убежище -
4 σωτήριος
σωτήριοςsaving: masc /fem nom sg -
5 σωτήριος
σωτήριος, -α, -οспасительный;ΦΡ.σωτήριο(ν) έτος το — спасительный год – каждый год после Рождества Христова -
6 σωτήριος
σωτήριος, rettend, erhaltend, befreiend, heilbringend; τὸ σωτήριον, die Rettung; τὰ σωτήρια, sc. ἱερά, Dankopfer, Dankfest für die Errettung. In Smyrna hieß der öffentliche Abtritt τὸ σωτήριον -
7 σωτήριος
{прил., 5}спасительный, несущий спасение, избавительный.Ссылки: Лк. 2:30; 3:6; Деян. 28:28; Еф. 6:17; Тит. 2:11. LXX: 3444 (הָעוּשׁיְ), 8002 (םלֶשֶׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σωτήριος
-
8 σωτήριος
{прил., 5}спасительный, несущий спасение, избавительный.Ссылки: Лк. 2:30; 3:6; Деян. 28:28; Еф. 6:17; Тит. 2:11. LXX: 3444 (הָעוּשׁיְ), 8002 (םלֶשֶׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σωτήριος
-
9 σωτήριος
σωτήρ-ιος, ον,A saving, delivering,αὐγαὶ ἡλίου A.Supp. 213
, cf. Th.3.53, Pl.Plt. 311a, etc.; (iii A.D.); of symptoms, betokening recovery, Hp.Aph.7.37; ; ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου hope of seed to preserve or perpetuate the race, A.Ch. 236; δέχεσθαι τὸν ἱκέτην σωτήριον who brings safety to our state, S.OC 487 codd.b c. dat., bringing safety or deliverance to.., ὕδωρ ἰχθύσι ς. Heraclit.61; ἄριστα καὶ πόλεις. A.Th. 183, cf. Ch. 505, E.Heracl. 402, Ph. 918;νηυσίν τε καὶ ναύτῃσιν IG12(8)
p.x (Thasos, vi/V B.C.): also c. gen., τῆς βασιλικῆς ἀρχῆς ς. Pl.Ep. 354b, cf. Arist.Pol. 1314a13: [comp] Comp. and [comp] Sup.,τὸ πείθεσθαι σωτηριώτερον αὐτοῖς X.Mem.3.3.10
;ἵππος -ώτατος τῷ ἀναβάτῃ Id.Eq.3.12
.2 of persons, much like σωτήρ, E. Or. 657, Ba. 965, etc.; θεοί, Ζεὺς ς., S.El. 281, Fr. 425: c. dat., Th.7.64; [Ἑλένη] ναυτίλοις ς. E.Or. 1637: c. gen. pers.,τάχ' ἂν γενοίμεθ' αὐτοῦ.. σωτήριοι S.Aj. 779
.II as Subst., σωτήρια, τά, deliverance, safety,τἀκείνου σωτήρια Id.El. 925
(soσ. πράγματα A.Ag. 646
); ἡ ἐλπὶς τῶν ς. Arist.Rh. 1383a17: also in sg., ἔρυμα τῆς χώρας καὶ πόλεως ς. A.Eu. 701;ἐπινοεῖν τι σ. τοῖς παροῦσι Luc.JTr.18
, cf. DMeretr.9.3.2 σωτήρια (sc. ἱερά) τά, a thank-offering for deliverance,σ. θύειν θεοῖς X.An.3.2.9
, 5.1.1, cf. Marm.Par.7, etc.;σ. ἄγειν Luc.Herm. 86
; σ. τοῦ βασιλέως πανηγυρίζειν for his escape, Hdn.1.10.7; of a festival at Delphi, commemorating the retreat of the Gauls, SIG402.5 (iii B.C.), etc.III Σωτήριος (sc. μήν), ὁ, also written Σωτήρειος, name of a month, PLond.2.141 (i A.D.), PFlor. 55 (i A.D.), etc.IV Adv.- ίως Antip.Stoic.3.256
, Ph.2.12, al., Plu.Luc.5, S.E.M.9.113, etc.; σ. ἔχειν to be capable of recovery, Plu. 2.918d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωτήριος
-
10 σωτήριος
α, ο [ος, ον ] спасительный; избавительный -
11 σωτήριος
спасительный, несущий спасение, избавительный; LXX: (יְשׂוּעָה), (שֶׂלֶם).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σωτήριος
-
12 σωτήριος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σωτήριος
-
13 σωτήριος
-ος,-ον + A 0-0-0-0-5=5 3 Mc 6,31; 7,18; 4 Mc 12,6; 15,26; Wis 1,14bringing safety, of deliveranceCf. DANIEL, S. 1966, 275-277; SPICQ 1982, 642-643; →NIDNTT; TWNT -
14 σωτήριος
[сотириос] επ спасительный, благотворный. -
15 κοσμο-σωτήριος
κοσμο-σωτήριος, die Welt errettend, K. S.
-
16 σωτηριώτερον
σωτήριοςsaving: masc acc comp sgσωτήριοςsaving: neut nom /voc /acc comp sgσωτήριοςsaving: adverbial -
17 σωτηρίως
σωτήριοςsaving: adverbialσωτήριοςsaving: masc /fem acc pl (doric) -
18 σωτήριον
σωτήριοςsaving: masc /fem acc sgσωτήριοςsaving: neut nom /voc /acc sg -
19 σωτηριώτατος
σωτήριοςsaving: masc nom superl sg -
20 σωτηριώτερος
σωτήριοςsaving: masc nom comp sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σωτήριος — saving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτήριος — α, ο / σωτήριος, ία, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. σουτείριος Α [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που σώζει, που απαλλάσσει από δυσχερή κατάσταση, κίνδυνο, καταστροφή (α. «σωτήρια η παρέμβαση τών γιατρών» β. «καλοῡμεν αὐγὰς ἡλίου σωτηρίους», Αισχύλ.) 2. αυτός που … Dictionary of Greek
σωτήριος — α, ο 1. που σώζει, ο πρόξενος σωτηρίας, ο απολυτρωτικός. 2. φρ., «το σωτήριο έτος τάδε», το έτος που αριθμείται από τη γέννηση του Χριστού, του Σωτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βαλέριος, Σωτήριος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Μεσολόγγι και πήρε μέρος και στις τρεις πολιορκίες του. Στη διάρκεια της τελευταίας έχασε τον πατέρα του και δύο αδελφούς του … Dictionary of Greek
Δημητρίου, Σωτήριος — (Θεσπρωτία 1955 –). Λογοτέχνης. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και εργάζεται. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1985 με την έκδοση και κυκλοφορία της πρώτης ποιητικής… … Dictionary of Greek
Κροκιδάς, Σωτήριος — (Σικυώνα 1852 – Περιγιάλι Κορινθίας 1924). Νομομαθής και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία, όπου ειδικεύτηκε στο εμπορικό δίκαιο. Το 1880 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε υφηγητής του εμπορικού… … Dictionary of Greek
Λιάτσης, Σωτήριος — (Καστανίτσα Κυνουρίας 1876 – 1938). Δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε αρχικά στην πειραιώτικη εφημερίδα Πρόνοια και από το 1885 στις ημερήσιες ελληνικές εφημερίδες Τηλέγραφος και Ομόνοια της Αιγύπτου. Το 1891 διορίστηκε διευθυντής της Μεταρρύθμισης και … Dictionary of Greek
Ρακέτι, Σωτήριος-Μαρία Γκουέρα — (Rachetti, 1831). Ιταλός πολιτικός πρόσφυγας που είχε καταφύγει στα Επτάνησα. Ο Ρ. ήταν καρμπονάρος, γι’ αυτό και διώχτηκε από τον βασιλιά Φερδινάνδο της Νεάπολης. Στα Επτάνησα ζούσε αρχικά παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα νομικών στη Ζάκυνθο,… … Dictionary of Greek
Σπανός, Σωτήριος — Αγωνιστής του 1821 από το Κρανίδι της Αργολίδας. Αναφέρεται και με το όνομα Σπανοθανάσης. Έπεσε πολεμώντας στην Κόρτεσα (29 Νοεμβρίου 1822) … Dictionary of Greek
Σωτηρόπουλος, Σωτήριος — Πολιτικός (Ναύπλιο 1831 Αθήνα 1898). Σπούδασε νομικά. Ασχολήθηκε με την πολιτική και εκλέχτηκε πληρεξούσιος Τριφυλίας στην Εθνοσυνέλευση του 1863. Διακρίθηκε ιδιαίτερα για τις οικονομικές του μελέτες και για το προσόν του αυτό, το 1864. στην… … Dictionary of Greek
σωτηριώτερον — σωτήριος saving masc acc comp sg σωτήριος saving neut nom/voc/acc comp sg σωτήριος saving adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)