-
1 σωτήριος
σωτήριος, rettend, erhaltend, befreiend, heilbringend; σωτήριός τινος, Aesch. Eum. 671; τάχ' ἂν γενοίμεϑ' αὐτοῠ σὺν ϑεῷ σωτήριοι, Soph. Ai. 766. ϑεοί, El. 273, aber auch τινί, ἦ ταῠτ' ἄριστα καὶ πόλει σωτήρια, Aesch. Spt. 165; πομμπεύς, Eur. Rhes. 228, wie πομπός, Bacch. 963. ναυτίλοις, Or. 1637, u. öfter, τὰ σωφρόνων ἀρχόντων σωτήρια, Plat. Polit. 311 a; τὸ πείϑεσϑαι σωτηριώτερον αὐτοῖς, Xen. Mem. 3, 3, 10; Folgde; – τὸ σωτήριον, die Rettung, ἐξευρίσκωμεν σωτήριον ἐκ τῶν παρόντων, Luc. Iov. Trag. 18; – τὰ σωτήρια, sc. ἱερά, Dankopfer, Dankfest für die Errettung, ϑύειν ϑεοῖς, Xen. An. 3, 2, 9, D. Sic. 17, 100. – Aber Soph. O. C. 488 δέχεσϑαι τὸν ἱκέτην σωτήριον ist wohl rast. = σῶοςzu nehmen. – Adv., S. Emp. adv. phys. I, 113, σωτηρίως ἔχειν, im Ggstz von ἀσώτως, Plut. qu. nat. 26. – In Smyrna hieß der öffentliche Abtritt τὸ σωτήριον.
-
2 σωτήριος
σωτήριος, rettend, erhaltend, befreiend, heilbringend; τὸ σωτήριον, die Rettung; τὰ σωτήρια, sc. ἱερά, Dankopfer, Dankfest für die Errettung. In Smyrna hieß der öffentliche Abtritt τὸ σωτήριον -
3 κοσμο-σωτήριος
κοσμο-σωτήριος, die Welt errettend, K. S.
-
4 περι-εστικός
περι-εστικός, ή, όν, bei Hippocr., = σωτήριος, Genesung andeutend, genesungsfähig, was in περιεκτικός geändert worden, oder wofür περιοιστικός vermuthet ist; man leitet es ab von περιεῖναι.
-
5 περι-εκτικός
περι-εκτικός, ή, όν, umfassend, in sich begreifend, allgemein; gew. im superl., Plut. plac. phil. 2, prooem.; Luc. vit. auct. 24 u. a. Sp. – Bei den Gramm. ist τὸ περιεκτικόν = μέσον, verbum medium, ὅσα δρᾶσιν καὶ πάϑος σημαίνουσιν, Schol. Ap. Rh. 1, 1, der βιάζομαι und δωροῠμαι als Beispiele anführt. – Bei Hippocr. = σωτήριος, aber die Lesart ist zweifelhaft. S. περιεστικός.
-
6 πομπεύς
πομπεύς, ὁ, der Einen geleitet od. führt, Geleiter, οἵ τοι πομπῆες ἔσονται ἐς Λακεδαίμονα, Od. 3, 325. 376; οὖροι νηῶν πομπῆες, 4, 362, von günstigen Winden; σωτήριος, Eur. Rhes. 229; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 422; auch in Prosa, Thuc. 6, 58, von den in einer Procession mit Aufziehenden.
-
7 σωτηρικός
-
8 κοσμοσωτήριος
См. также в других словарях:
σωτήριος — saving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωτήριος — α, ο / σωτήριος, ία, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. σουτείριος Α [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που σώζει, που απαλλάσσει από δυσχερή κατάσταση, κίνδυνο, καταστροφή (α. «σωτήρια η παρέμβαση τών γιατρών» β. «καλοῡμεν αὐγὰς ἡλίου σωτηρίους», Αισχύλ.) 2. αυτός που … Dictionary of Greek
σωτήριος — α, ο 1. που σώζει, ο πρόξενος σωτηρίας, ο απολυτρωτικός. 2. φρ., «το σωτήριο έτος τάδε», το έτος που αριθμείται από τη γέννηση του Χριστού, του Σωτήρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βαλέριος, Σωτήριος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από το Μεσολόγγι και πήρε μέρος και στις τρεις πολιορκίες του. Στη διάρκεια της τελευταίας έχασε τον πατέρα του και δύο αδελφούς του … Dictionary of Greek
Δημητρίου, Σωτήριος — (Θεσπρωτία 1955 –). Λογοτέχνης. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και εργάζεται. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1985 με την έκδοση και κυκλοφορία της πρώτης ποιητικής… … Dictionary of Greek
Κροκιδάς, Σωτήριος — (Σικυώνα 1852 – Περιγιάλι Κορινθίας 1924). Νομομαθής και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία, όπου ειδικεύτηκε στο εμπορικό δίκαιο. Το 1880 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε υφηγητής του εμπορικού… … Dictionary of Greek
Λιάτσης, Σωτήριος — (Καστανίτσα Κυνουρίας 1876 – 1938). Δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε αρχικά στην πειραιώτικη εφημερίδα Πρόνοια και από το 1885 στις ημερήσιες ελληνικές εφημερίδες Τηλέγραφος και Ομόνοια της Αιγύπτου. Το 1891 διορίστηκε διευθυντής της Μεταρρύθμισης και … Dictionary of Greek
Ρακέτι, Σωτήριος-Μαρία Γκουέρα — (Rachetti, 1831). Ιταλός πολιτικός πρόσφυγας που είχε καταφύγει στα Επτάνησα. Ο Ρ. ήταν καρμπονάρος, γι’ αυτό και διώχτηκε από τον βασιλιά Φερδινάνδο της Νεάπολης. Στα Επτάνησα ζούσε αρχικά παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα νομικών στη Ζάκυνθο,… … Dictionary of Greek
Σπανός, Σωτήριος — Αγωνιστής του 1821 από το Κρανίδι της Αργολίδας. Αναφέρεται και με το όνομα Σπανοθανάσης. Έπεσε πολεμώντας στην Κόρτεσα (29 Νοεμβρίου 1822) … Dictionary of Greek
Σωτηρόπουλος, Σωτήριος — Πολιτικός (Ναύπλιο 1831 Αθήνα 1898). Σπούδασε νομικά. Ασχολήθηκε με την πολιτική και εκλέχτηκε πληρεξούσιος Τριφυλίας στην Εθνοσυνέλευση του 1863. Διακρίθηκε ιδιαίτερα για τις οικονομικές του μελέτες και για το προσόν του αυτό, το 1864. στην… … Dictionary of Greek
σωτηριώτερον — σωτήριος saving masc acc comp sg σωτήριος saving neut nom/voc/acc comp sg σωτήριος saving adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)