-
1 ἄ-σωτος
ἄ-σωτος, 1) nicht heilsam, βορὰ γένει ἄσωτος Aesch. Ag. 1579. – 2) heillos, der nicht zu retten ist, ἀσώτως ἔχειν, von Kranken, Ggstz σωτηρίως, Plut. qu. nat. 26; gew. von sittlicher Verdorbenheit, Σισυφιδᾶν γένος Soph. Ai. 189; καὶ πονηρός Dem. 45, 76. Bes. der für sinnliche Lüfte alles verschwendet, Arist. Eth. Nic. 4, 1 τοὺς ἀκρατεῖς καὶ εἰς ἀκολασίαν δαπανηροὺς ἀσώτους καλοῦμεν. Vgl. ἀσωτία. – Adv., ἀσώτως καὶ πολυτελῶς ζῆν Dem. 40, 58.
-
2 σωτήριος
σωτήριος, rettend, erhaltend, befreiend, heilbringend; σωτήριός τινος, Aesch. Eum. 671; τάχ' ἂν γενοίμεϑ' αὐτοῠ σὺν ϑεῷ σωτήριοι, Soph. Ai. 766. ϑεοί, El. 273, aber auch τινί, ἦ ταῠτ' ἄριστα καὶ πόλει σωτήρια, Aesch. Spt. 165; πομμπεύς, Eur. Rhes. 228, wie πομπός, Bacch. 963. ναυτίλοις, Or. 1637, u. öfter, τὰ σωφρόνων ἀρχόντων σωτήρια, Plat. Polit. 311 a; τὸ πείϑεσϑαι σωτηριώτερον αὐτοῖς, Xen. Mem. 3, 3, 10; Folgde; – τὸ σωτήριον, die Rettung, ἐξευρίσκωμεν σωτήριον ἐκ τῶν παρόντων, Luc. Iov. Trag. 18; – τὰ σωτήρια, sc. ἱερά, Dankopfer, Dankfest für die Errettung, ϑύειν ϑεοῖς, Xen. An. 3, 2, 9, D. Sic. 17, 100. – Aber Soph. O. C. 488 δέχεσϑαι τὸν ἱκέτην σωτήριον ist wohl rast. = σῶοςzu nehmen. – Adv., S. Emp. adv. phys. I, 113, σωτηρίως ἔχειν, im Ggstz von ἀσώτως, Plut. qu. nat. 26. – In Smyrna hieß der öffentliche Abtritt τὸ σωτήριον.
См. также в других словарях:
ἀσώτως — ἄσωτος having no hope of safety adverbial ἄσωτος having no hope of safety masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
блоудьно — (9*) нар. 1.Безрассудно, бессмысленно, беспутно: азъ же ѡканьныи все житиѥ моѥ сконьчавъ блоудно СбЯр XIII, 100 об.; Иже свое б҃гатьство блоудно испортѩть ||=безоума [вм. без оума] Пч к. XIV, 114 об. 115. 2. Расточительно, с излишествами: пилъ и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άσωτος — (I) η, ο (AM ἄσωτος, ον) (Ι) [σώζω] σπάταλος, έκλυτος, διεφθαρμένος αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, που βρίσκεται σε απόγνωση 2. ενεργ. αυτός που φέρνει την καταστροφή, που αποτελεί κατάρα για κάποιον 3. φρ. «ἀσώτως ἔχω»… … Dictionary of Greek
αταμίευτος — η, ο (AM ἀταμίευτος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να αποταμιευθεί αρχ. 1. ανυπόταχτος, ακατάσχετος 2. επίρρ. ασώτως, σπάταλα … Dictionary of Greek
κατασωτεύω — σπαταλώ περιουσία ή σωματικές και πνευματικές δυνάμεις σε ασωτείες, κατασπαταλώ, διασπαθίζω, καταξοδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀσωτεύω «σπαταλώ ασώτως»] … Dictionary of Greek
ՊԱԿՇՈՏԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0585 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 11c ձ. ἁσωτεύομαι, ἁσώτως ζόω, ἁκουλαστέω , ἁσελγέω luxurior, libidinosus sum, petulanter ago χαίνω hio, inhio. Պակշոտ լինել. անառակիլ. շուայտիլ. յիմարիլ տռփանօք.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)