Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀσώτως

См. также в других словарях:

  • ἀσώτως — ἄσωτος having no hope of safety adverbial ἄσωτος having no hope of safety masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • блоудьно — (9*) нар. 1.Безрассудно, бессмысленно, беспутно: азъ же ѡканьныи все житиѥ моѥ сконьчавъ блоудно СбЯр XIII, 100 об.; Иже свое б҃гатьство блоудно испортѩть ||=безоума [вм. без оума] Пч к. XIV, 114 об. 115. 2. Расточительно, с излишествами: пилъ и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άσωτος — (I) η, ο (AM ἄσωτος, ον) (Ι) [σώζω] σπάταλος, έκλυτος, διεφθαρμένος αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, που βρίσκεται σε απόγνωση 2. ενεργ. αυτός που φέρνει την καταστροφή, που αποτελεί κατάρα για κάποιον 3. φρ. «ἀσώτως ἔχω»… …   Dictionary of Greek

  • αταμίευτος — η, ο (AM ἀταμίευτος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να αποταμιευθεί αρχ. 1. ανυπόταχτος, ακατάσχετος 2. επίρρ. ασώτως, σπάταλα …   Dictionary of Greek

  • κατασωτεύω — σπαταλώ περιουσία ή σωματικές και πνευματικές δυνάμεις σε ασωτείες, κατασπαταλώ, διασπαθίζω, καταξοδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀσωτεύω «σπαταλώ ασώτως»] …   Dictionary of Greek

  • ՊԱԿՇՈՏԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0585 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 11c ձ. ἁσωτεύομαι, ἁσώτως ζόω, ἁκουλαστέω , ἁσελγέω luxurior, libidinosus sum, petulanter ago χαίνω hio, inhio. Պակշոտ լինել. անառակիլ. շուայտիլ. յիմարիլ տռփանօք.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»