Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

περιεστικός

См. также в других словарях:

  • περιεστικός — sum masc nom sg περϊεστικός , περιστίζω prick perf part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεστικός — ή, όν, Α [περίειμι (Ι)] αυτός που προμηνύει ανάρρωση («τίνι τούτων ὀξὺ καὶ θανατῶδες ἢ περιεστικόν», Ιπποκρ.). επίρρ... περιεστικῶς με τρόπο που προμηνύει ανάρρωση …   Dictionary of Greek

  • περιεστικά — περιεστικός sum neut nom/voc/acc pl περιεστικά̱ , περιεστικός sum fem nom/voc/acc dual περιεστικά̱ , περιεστικός sum fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεστικῶν — περιεστικός sum fem gen pl περιεστικός sum masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεστικόν — περιεστικός sum masc acc sg περιεστικός sum neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεστικῶς — περιεστικός sum adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεστικώτατος — περιεστικός sum masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεστικώτερα — περιεστικός sum neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»