-
1 σχοινιων
-
2 σχοινίων
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σχοινίων
-
3 επιστροφη
ἥ1) приведение в круговое движение, вращение(τῆς τοῦ ἀτράκτου δίνης Plat.)
2) свивание, скручивание(ἐπιστροφαὴ τῶν σχοινίων Plat.)
3) воен. тж. pl. поворот ( для атаки), нападение ( с фланга или с тыла), обход(δαΐων ἀνδρῶν Soph.)
; pl. нападение со всех сторон, перен., непрерывные удары(μυρίων κακῶν Soph.)
ὑπεκφεύγειν τέν ἐπιστροφέν ἐς τέν εὐρυχωρίαν Thuc. — избежать нападения бегством в открытое море4) исход, результат Polyb.; преимущ. дурной оборот, плохие последствияὅπως μή τις ἐ. γένηται Thuc. — чтобы чего-л. не вышло (дурного)
5) пребывание, тж. местопребывание, пристанищеπατρῴων δωμάτων ἐπιστροφαί Aesch. — жизнь в отчем доме;
ξενότιμοι ἐπιστροφαὴ δωμάτων Aesch. — долг гостеприимства;βούνομοι ἐπιστροφαί Aesch. — пастбища;Ἕλλην πεφυκώς, οἷσιν οὐκ ἐπιστροφαί Eur. — ты эллин, (а) таким не место (здесь)6) внимательное отношение, внимание, забота(ἄξιος ἐπιστροφῆς Xen.)
ἐπιστροφέν ποιεῖσθαι Arst., Dem.; (тж. θέσθαι Soph. или ἔχειν Plut.) — уделять внимание, заботиться (τινός Eur., Sext., πρό τινος Soph. и περί τινος Plut.)7) обхождение (с кем-л.), знакомствоπάντες, ὧν ἐ. τις ἦν Eur. — все сколько-нибудь вращавшиеся (среди людей), т.е. имеющие кое-какой житейский опыт (по друг. заслуживающие какого-л. внимания)
8) наказание(ἐπιστροφῆς καὴ κολάσεως ἄξιος Polyb. - ср. 6)
См. также в других словарях:
σχοινίων — σχοινίον small rope neut gen pl σχοινίων an effeminate air on the flute masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίων — ωνος, ὁ, Α 1. είδος πτηνοῡ, πιθ. η σουσουράδα, σχοινίκλος* 2. είδος νωχελικού μουσικού ρυθμού που παιζόταν με τη συνοδεία αυλού και τού οποίου επινοητής θεωρείται ο Αργείος ποιητής Σακάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίων (πρβλ. χλωρ ίων)] … Dictionary of Greek
σχοινίωνα — σχοινίων an effeminate air on the flute masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίωνος — σχοινίων an effeminate air on the flute masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανναβάριος — κανναβάριος, ὁ (Α) 1. ο ιδιοκτήτης παραπήγματος, μικρής παράγκας, μικρομάγαζου, όπου πουλούσε διάφορα είδη, ο μικροπωλητής ή αυτός που κατεργαζόταν την κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι, για κατασκευή σχοινιών 2. αυτός που κατασκεύαζε στουπιά από ξέσματα… … Dictionary of Greek
μπαστουνόσχοινο — το (αλιευτ.) κοινή ονομασία τών σχοινιών ή συρματόσχοινων που ενώνουν τα άκρα τών αλιευτικών διχτιών με το κύριο σώμα αυτών τών σχοινιών … Dictionary of Greek
ονοστύππαξ — ὀνοστύππαξ, ακος, ὁ (Α) (με επιτιμητική σημ.) 1. ο πωλητής σχοινιών για γαϊδάρους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνοστύππαξ διὰ μὲν τοῡ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων διὰ δὲ τοῡ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. μυλωνάς και στυππ(ε)ιοπώλης, πωλητής… … Dictionary of Greek
σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… … Dictionary of Greek
σχοινοπλοκικός — ή, όν, Α [σχοινοπλόκος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλέξιμο σχοινιών 2. αυτός που χρησιμεύει στο πλέξιμο σχοινιών («σχοινοπλοκικὸν σπάρτον», Στράβ.) … Dictionary of Greek
αγαύη — (agave).Γένος ποωδών, πολυετών κυρίως φυτών της οικογένειας των αμαρυλλιδών. Είναι ιθαγενή των άγονων περιοχών του Μεξικού, των ΗΠΑ και των Αντιλλών. Πολλά από τα είδη του γένους έχουν εγκλιματιστεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της… … Dictionary of Greek
Αγία Ελένη — I Νησί (122 τ. χλμ.) στον νότιο Ατλαντικό, περίπου 1.900 χλμ. δυτικά των αφρικανικών ακτών (15° 55΄ Ν πλάτος, 5° 42΄ Α μήκος), που αποτελεί υπερπόντια κτήση της Μεγάλης Βρετανίας. Έχει περίπου 6.000 κατ., κυρίως νέγρους και μιγάδες. Πρωτεύουσά… … Dictionary of Greek