-
1 σχοινίων
σχοινίων, ωνος, ὁ, 1) = σχοίνικλος, Arist. H. A. 9, 1. – 2) eine weichliche Melodie auf der Flöte, Hesych.
-
2 σχοινίων
σχοινίων, ωνος, ὁ, eine weichliche Melodie auf der Flöte -
3 συμ-βολεύς
συμ-βολεύς, ὁ, σχοινίων, Einer der Stricke flicht, od. dreht; auch das hölzerne, gabelförmige Werkzeug, mit welchem die Fischer ihre Netze stricken, Hesych. – Uebertr., σ. φίλων, der die Freunde unter einander verhetzt, Phryn. in B. A. 62.
См. также в других словарях:
σχοινίων — σχοινίον small rope neut gen pl σχοινίων an effeminate air on the flute masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίων — ωνος, ὁ, Α 1. είδος πτηνοῡ, πιθ. η σουσουράδα, σχοινίκλος* 2. είδος νωχελικού μουσικού ρυθμού που παιζόταν με τη συνοδεία αυλού και τού οποίου επινοητής θεωρείται ο Αργείος ποιητής Σακάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίων (πρβλ. χλωρ ίων)] … Dictionary of Greek
σχοινίωνα — σχοινίων an effeminate air on the flute masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίωνος — σχοινίων an effeminate air on the flute masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανναβάριος — κανναβάριος, ὁ (Α) 1. ο ιδιοκτήτης παραπήγματος, μικρής παράγκας, μικρομάγαζου, όπου πουλούσε διάφορα είδη, ο μικροπωλητής ή αυτός που κατεργαζόταν την κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι, για κατασκευή σχοινιών 2. αυτός που κατασκεύαζε στουπιά από ξέσματα… … Dictionary of Greek
μπαστουνόσχοινο — το (αλιευτ.) κοινή ονομασία τών σχοινιών ή συρματόσχοινων που ενώνουν τα άκρα τών αλιευτικών διχτιών με το κύριο σώμα αυτών τών σχοινιών … Dictionary of Greek
ονοστύππαξ — ὀνοστύππαξ, ακος, ὁ (Α) (με επιτιμητική σημ.) 1. ο πωλητής σχοινιών για γαϊδάρους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνοστύππαξ διὰ μὲν τοῡ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων διὰ δὲ τοῡ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. μυλωνάς και στυππ(ε)ιοπώλης, πωλητής… … Dictionary of Greek
σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… … Dictionary of Greek
σχοινοπλοκικός — ή, όν, Α [σχοινοπλόκος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλέξιμο σχοινιών 2. αυτός που χρησιμεύει στο πλέξιμο σχοινιών («σχοινοπλοκικὸν σπάρτον», Στράβ.) … Dictionary of Greek
αγαύη — (agave).Γένος ποωδών, πολυετών κυρίως φυτών της οικογένειας των αμαρυλλιδών. Είναι ιθαγενή των άγονων περιοχών του Μεξικού, των ΗΠΑ και των Αντιλλών. Πολλά από τα είδη του γένους έχουν εγκλιματιστεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της… … Dictionary of Greek
Αγία Ελένη — I Νησί (122 τ. χλμ.) στον νότιο Ατλαντικό, περίπου 1.900 χλμ. δυτικά των αφρικανικών ακτών (15° 55΄ Ν πλάτος, 5° 42΄ Α μήκος), που αποτελεί υπερπόντια κτήση της Μεγάλης Βρετανίας. Έχει περίπου 6.000 κατ., κυρίως νέγρους και μιγάδες. Πρωτεύουσά… … Dictionary of Greek