Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

σχηματισμοί

См. также в других словарях:

  • σχηματισμοί — σχηματισμός configuration masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλόχθονες σχηματισμοί — Γεωλογικά στρώματα που μετακινήθηκαν από τον τόπο όπου σχηματίστηκαν …   Dictionary of Greek

  • αυτόχθονες σχηματισμοί — Στη γεωλογία χαρακτηρίζονται γενικά έτσι τα στρώματα εκείνα της Γης που έχουν παραμείνει στον τόπο που σχηματίστηκαν, σε αντίθεση με τους αλλόχθονες σχηματισμούς, δηλαδή μάζες στρωμάτων που μετακινήθηκαν σε μεγάλες, πολλές φορές, αποστάσεις (της… …   Dictionary of Greek

  • ηπειρωτικοί σχηματισμοί — Ιζήματα που έχουν αποτεθεί από τον άνεμο, τους ποταμούς και τους παγετώνες ή μέσα σε λίμνες ή προέρχονται από την αλλοίωση επιφανειακών πετρωμάτων. ηπειρωτική κρηπίδα.Υποθαλάσσια ζώνη που περιβάλλει τις ηπείρους και έχει μικρό βάθος (το πολύ έως… …   Dictionary of Greek

  • ηώφυτο — Σχηματισμοί αποτυπωμάτων ταινιών που φέρουν γραμμώσεις. Βρίσκονται πάνω στην επιφάνεια των ψαμμιτικών, κυρίως, στρωμάτων της κάμβριας διάπλασης του παλαιοζωικού αιώνα. Για την προέλευση των αποτυπωμάτων αυτών διατυπώθηκαν κατά καιρούς διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • μικροϊνίδια — Σχηματισμοί του κυτοπλάσματος των ζωικών και των φυτικών κυττάρων, θεωρούνται στοιχεία του κυτταροσκελετού που εξασφαλίζουν σταθερό το σχήμα των κυττάρων, ιδιαίτερα των ζωικών που δεν έχουν το σταθερό τοίχωμα των φυτικών. Η χημική τους σύσταση… …   Dictionary of Greek

  • μικροσωληνίσκοι — Σχηματισμοί των ζωϊκών και των φυτικών κυττάρων, ορατοί μόνο με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. Η ανάκαλυψή τους έγινε το 1936, ταυτόχρονα στα ζωϊκά και στα φυτικά κύτταρα. Ο ρόλος των μ. στο κύτταρο φαίνεται ότι είναι σημαντικός. Η λειτουργία τους… …   Dictionary of Greek

  • πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»