-
1 σχηματισμοί
σχηματισμόςconfiguration: masc nom /voc pl -
2 νεαρός
A youthful,παῖδες Il.2.289
, cf. Pi.P.10.25, etc.; τὸ ἦθος νεαρός, opp. νέος τὴν ἡλικίαν, Arist.EN 1095a7; youths,A.
Ag. 359, 1504 (both anap.);ν. ἥβη Ar.Fr. 467
; = νεαλής, ν. στρατός Hdn.3.7.5;τὸ ν.
youthful spirit,X.
Cyr.1.4.3;λόγος ν. καὶ θεατρικός Plu.2.802e
;σχηματισμοὶ πολὺ τὸ ν. ἔχοντες D.H.Comp.23
.2 of things, new, ;νεαρὰ ἐξευρεῖν Pi.N.8.20
; fresh,μυελός A.Ag.76
(anap.);σώματα X. Cyn.9.10
; ν. δέλεαρ, opp. σαπρόν, Arist.HA 534b4; ; ν. τυρός, ὄστρεα, Dsc.2.71, Ath.1.7d;- ώτεροι κλῶνες Gal.12.283
;καππάρεως ὅτι -ωτάτης PCair.Zen. 488
(iii B.C.).4 αἱ νεαραί (sc. διατάξεις ) title of the novellae of Justinian;ἡ θεία καὶ ν. διάταξις PGrenf.1.62.13
(vi A.D.). -
3 ποικίλος
A many-coloured, spotted, pied, dappled,παρδαλέη Il.10.30
; codd. ( αἰόλον Sch.);δράκων Pi.P.8.46
; ἴυγξ ib.4.214; ;ὄρνιθες Plot.4.4.29
; also of cattle, PCair.Preis.37.9 (iii B.C.), etc.;- ώτερον ταὧ Alex.110.14
, cf. Ath.9.397c; opp. ὁμόχρους, Arist.HA 543a25;κιθῶνες Hdt.7.61
; λίθος Αἰθιοπικὸς π., of the red granite of Syene, Id.2.127, cf. IG42(1).106i96, 113(Epid., iv B.C.); ; in X.An.5.4.32, tattooed.II wrought in various colours, of woven or embroidered stuffs, in Hom. as epith. of πέπλος, Il.5.735, al.;ἱμάς 14.215
; ; ἐν ποικίλοις.. κάλλεσιν βαίνειν, of a rich carpet, A.Ag. 923; ποικίλα, τά, ib. 926, 936, Theoc.15.78; π., τό, a broidered robe, Cratin. 38;ἐπίβλημα π. IG12.387.28
; of Cyprian, Carthaginian, and Sicilian stuffs, Ar.Fr. 611, Hermipp.63.23, Philem.76.4. Adv.-λως, ὑφασμένον Antiph.99
(dub.);στρωμναὶ π. διηνθισμέναι LXXEs.1.6
.2 of metal work, τεύχεα π. χαλκῷ cunningly wrought in bronze, Hes.Sc.[423];θώρηξ Il.16.134
; τεύχεα, ἔντεα, σάκος, δίφρος, κλισμός, etc., 4.432, 10.75, 149, 501, Od.1.132, etc.; butδεσμὸς π.
intricate,8.448
.3 ἡ στοὰ ἡ π. the Painted Hall at Athens, Aeschin.3.186;ἡ π. στοά D.45.17
, 59.94, cf. Paus.1.15.1; also Ποικίλη alone, Id.5.11.6, Luc.DMeretr.10.2; or ἡ Π., Id.Pisc.13, 16, etc.; also π. στοά, at Olympia, Paus.5.21.17; λέσχη π., at Sparta, Id.3.15.8;θρᾶνος π. PCair.Zen.445.5
(iii B.C.).4 of drugs, complicated, Aret.CD1.4.III metaph., changeful, diversified, manifold, ;π. κακῶν ταμιεῖον Democr.149
;- ώτερος αὐτοῦ Πρωτέως Luc.Sacr.5
;ποικίλα ἀντὶ ἁπλοῦ Pl.Tht. 146d
;- ώτερα ποιεῖν τὰ νοσήματα Id.R. 426a
; παντοδαπὰς ἡδονὰς καὶ π. καὶ παντοίως ἐχούσας ib. 559d;οὕτω δὲ π. τί ἐστι τὸ ἀγαθὸν καὶ παντοδαπόν Id.Prt. 334b
;πηδήσεις ὡς ἔνι -ωτάτας ποιεῖσθαι Arr. Tact.43.3
; π. μῆνες the changing months, Pi.I.4(3).18 (nisi leg. ποικίλα [χθών]); π. εὐεργεσία IG5(2).268.22
(Mantinea, i B.C.). Adv.- λως
in various ways,Hp.
Art.33, Gal.13.91: [comp] Comp. -ωτέρως, θρεπτέον Herod.[voice] Med.in Rh.Mus.58.85; but- ώτερον Sor.Vit.Hp.4
.2 of Art, π. ὕμνος a song of changeful strain or full of diverse art, Pi.O.6.87;ποικίλον κιθαρίζων Id.N.4.14
;δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις μῦθοι Id.O.1.29
; of style,λέξις ποιητικωτέρα καὶ π. Isoc.15.47
([comp] Comp.);σχηματισμοί D.H.Is.3
.3 intricate, complex, εἱλιγμοὶ -ώτατοι, of a labyrinth, Hdt.2.148; of an oracle, Id.7.111 ([comp] Comp.);ὁ θεὸς ἔφυ τι π. E.Hel. 711
; π. νόμος, opp. νοῆσαι ῥᾴδιος, Pl.Smp. 182b; π. μηχάνημα, λόγοι, S.OC 762, Ar.Th. 438; opp. ἁπλούστερος, Arist. Rh. 1416b25;οὐδὲν π. οὐδὲ σοφόν D.9.37
. Adv. -λως, αὐδώμενος speaking in double sense, S.Ph. 130;π. ᾐνιγμένος Ar.Eq. 196
.b of abstruse knowledge, intricate, subtle,εἰδέναι τι π. E.Med. 300
; οὐδὲν π. nothing abstruse or difficult, Pl.Men. 75e, Grg. 491d, etc.c of persons and things, subtle, artful, wily, of Prometheus, Hes.Th. 511, A.Pr. 310; of Odysseus, E.IA 526;π. γὰρ ἁνήρ Ar.Eq. 758
;φύσει π. Plb.8.18.4
;ἀλώπηξ κερδαλέα καὶ π. Pl.R. 365c
; π. λαλήματα, of the Sirens, E.Andr. 937;π. τόξον B.9.43
;βουλεύματα Pi. N.5.28
. Adv. subtly, artfully, E.Ba. 888(lyr.);σοφῶς.. καὶ π. Alex. 110.20
;π. χρώμενοι τοῖς πράγμασιν Plb.4.30.7
.4 changeable, unstable,ὁ εὐδαίμων οὐ π. καὶ εὐμετάβολος Arist.EN 1101a8
; π. ἐλπίδες doubtful hopes, Plb.14.1.5;π. περιστάσεις OGI194.5
(Egypt, i B.C.). Adv. -λως, ἔχειν to be different, X.Mem.2.6.21;δέος π. περιαμύττον τὸν νοῦν Pl.Ax. 365c
: [comp] Comp. - ωτέρως dub. in Epicur.Nat.5G. (Cf. Skt. pimśáti 'dress (meat)', 'adorn', péśas 'shape', 'colour', 'embroidery', Lith. pi[etilde]šti 'draw', 'write', Slav. p[icaron]sati 'write'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικίλος
-
4 σολοικοφανής
σολοικοφᾰνής, ές,A like a solecism,σχηματισμοί D.H.Din.8
, cf. Gal. 16.512, Serv.ad Verg.A.4.355. Adv.- νῶς Eust.630.46
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σολοικοφανής
-
5 σχηματισμός
σχημᾰτ-ισμός, ὁ,A configuration, οἱ κατὰ μῆνα σ. [τῆς σελήνης] Arist.Cael. 297b26, cf. Gem.9.11, Ptol.Tetr.1, Porph. ap. Eus.PE3.11;τοῦ στόματος Arist.Aud. 800a23
, cf. Phld.Mus.p.73 K.;τῆς φλογός Thphr.Ign.54
.2 bearing, attitude, ὅλον τὸν τοῦ σώματος ς. Pl.R. 425b, cf. Zeno Stoic.1.58 (pl.), Hipparch.1.4.10, Plu.Dem.9, Num.8, Dio13; σχηματισμοὶ προσώπου expressions assumed by.., D.H.Dem.54;τοῦ τε προσώπου καὶ τῶν χειρῶν Plu.2.1047a
.3 in bad sense, assumption of manner,σχηματισμοῦ καὶ φρονήματος κενοῦ.. ἐμπιπλάμενος Pl.R. 494d
: generally, assumption of what does not belong to one, pretence, Plu.Nic.3, Arat.49.3 in Tactics, formation, Ascl.Tact.12.1 (pl.).III in language, ὁ ποιητικὸς ς. the poetical formation ( πελειάς = Πλειάς), Ath.11.490d; πληθυντικὸς ς. a plural form, Dam.Pr. 337.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχηματισμός
-
6 τρίγωνος
A three-cornered, triangular, τὴν τ. ἐς χθόνα Νειλῶτιν, of the Delta, A.Pr. 813;τ. ῥυθμοί Id.Fr.78
; ; of the hearts of certain fish, Arist.Frr. 314, 330, 333; of Sicily, Plb.1.42.3; of Britain, Str.4.5.1.2 ἀριθμοὶ τρίγωνοι, triangular numbers, are those whose units can be disposed in a triangle, as 3 <*>, 6 <*>, etc., being represented by the formula n(n + 1)/2, Plu.2.1003f, cf. Nicom.Ar.2.8; these numbers are also called triangles ([etym.] τρίγωνοι), Plu. 2.744b.3 Astrol., in triangular or trine aspect, of planets when there are three signs of the zodiac between them, so that they are at the apices of an equilateral triangle, S.E.M.5.39, Plot.2.3.4;τ. σχηματισμοί Ptol.Tetr.35
, cf. Man.3.344.II as Subst., τρίγωνον, τό, triangle, Ti.Locr.98a, Pl.Ti. 50b, etc.2 a musical instrument of triangular form, with strings of equal thickness but unequal lengths, Eup.77, Pl.Com.69.13, Pl.R. 399c, Arist.Pol. 1341a41, Diog.Ath.1.9; called τ. ψαλτήρια in Arist.Pr. 919b12:—also as masc.,πολὺς δὲ Φρὺξ τρίγωνος S.Fr. 412
, cf. Ath.4.183e.3 one of the Athenian lawcourts, Din.Fr.89.35, Lycurg.Fr.10, Men.1076, Paus.1.28.8, Poll.8.121.4 the constellation Triangulum, Eudox. ap. Hipparch.1.2.13.5 τρίγωνος, ἡ, name of a lozenge, Orib.Syn.3.183; as masc., Paul.Aeg.7.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίγωνος
-
7 ἀκρόνυκτος
ἀκρό-νυκτος, ον, lit.A rising at sunset: hence, in opposition, Ζεύς Vett. Val.168.13; ἀ. σχηματισμοί, προηγήσεις, Ptol.Alm. 10.6, Tetr. 78:—as Subst., -νυκτος, ἡ, with or without φάσις, opposition, Ptol. Alm.10.7, Tetr.77. (Freq. written ἀκρων-.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρόνυκτος
-
8 ἀνακόλουθος
ἀνακόλουθ-ος, ον,A inconsequent, Epicur.Ep.2p.41U.;μετάβασις ἀ. Aët.6.22
; inconsistent,τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις Muson.Fr.10p.56H.
; v. l. in Arr.Epict.1.7.18.2 Gramm., anomalous, of inflexions, A.D.Pron.66.1, al.; also of changed constructions, ἀ. σχῆμα, σχηματισμοί, D.H.Th.41,42. Adv.- θως Id.Rh.8.13
, Sch.Il.2.469, EM722.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακόλουθος
См. также в других словарях:
σχηματισμοί — σχηματισμός configuration masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλόχθονες σχηματισμοί — Γεωλογικά στρώματα που μετακινήθηκαν από τον τόπο όπου σχηματίστηκαν … Dictionary of Greek
αυτόχθονες σχηματισμοί — Στη γεωλογία χαρακτηρίζονται γενικά έτσι τα στρώματα εκείνα της Γης που έχουν παραμείνει στον τόπο που σχηματίστηκαν, σε αντίθεση με τους αλλόχθονες σχηματισμούς, δηλαδή μάζες στρωμάτων που μετακινήθηκαν σε μεγάλες, πολλές φορές, αποστάσεις (της… … Dictionary of Greek
ηπειρωτικοί σχηματισμοί — Ιζήματα που έχουν αποτεθεί από τον άνεμο, τους ποταμούς και τους παγετώνες ή μέσα σε λίμνες ή προέρχονται από την αλλοίωση επιφανειακών πετρωμάτων. ηπειρωτική κρηπίδα.Υποθαλάσσια ζώνη που περιβάλλει τις ηπείρους και έχει μικρό βάθος (το πολύ έως… … Dictionary of Greek
ηώφυτο — Σχηματισμοί αποτυπωμάτων ταινιών που φέρουν γραμμώσεις. Βρίσκονται πάνω στην επιφάνεια των ψαμμιτικών, κυρίως, στρωμάτων της κάμβριας διάπλασης του παλαιοζωικού αιώνα. Για την προέλευση των αποτυπωμάτων αυτών διατυπώθηκαν κατά καιρούς διάφορες… … Dictionary of Greek
μικροϊνίδια — Σχηματισμοί του κυτοπλάσματος των ζωικών και των φυτικών κυττάρων, θεωρούνται στοιχεία του κυτταροσκελετού που εξασφαλίζουν σταθερό το σχήμα των κυττάρων, ιδιαίτερα των ζωικών που δεν έχουν το σταθερό τοίχωμα των φυτικών. Η χημική τους σύσταση… … Dictionary of Greek
μικροσωληνίσκοι — Σχηματισμοί των ζωϊκών και των φυτικών κυττάρων, ορατοί μόνο με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο. Η ανάκαλυψή τους έγινε το 1936, ταυτόχρονα στα ζωϊκά και στα φυτικά κύτταρα. Ο ρόλος των μ. στο κύτταρο φαίνεται ότι είναι σημαντικός. Η λειτουργία τους… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek