-
1 διατάξεις
διάταξιςdisposition: fem nom /voc pl (attic epic)διάταξιςdisposition: fem nom /acc pl (attic)διατάσσωappoint: aor subj act 2nd sg (epic)διατάσσωappoint: fut ind act 2nd sgδιατάσσωappoint: aor subj act 2nd sg (epic)διατάσσωappoint: fut ind act 2nd sgδιατά̱ξεις, διατήκωmelt: fut ind act 2nd sg (doric) -
2 θεῖος
θεῖος (A), α, ον: late [dialect] Ep. [full] θέειος Procl.H.2.16; [full] θεήϊος Bion Fr.15.9; late [dialect] Aeol. [full] θήϊος Epigr.Gr.989.4 ([place name] Balbilla); [dialect] Lacon. [full] σεῖος (v. infr. 1.3): [comp] Comp. and [comp] Sup. θειότερος, -ότατος, freq. in Pl., Phdr. 279a, Mx. 244d, al.: ([etym.] θεός):1 of or from the gods, divine,γένος Il.6.180
;ὀμφή 2.41
; Ὄνειρος ib.22;ἐπιπνοίαις A.Supp. 577
, cf. Pl.R. 499c; ; (lyr.); νόσος ib. 185 (lyr.) (but θ. νόσος, of a dust-storm, Id.Ant. 421);κίνδυνοι And.1.139
; θ. τινὶ μοίρᾳ by divine intervention, X.HG7.5.10;θ. τύχῃ γεγονώς Hdt.1.126
;θ. τύχῃ χρεώμενος Id.3.139
; θ. κἀπόνῳ τύχῃ, of an easy death, S.OC 1585;ἐκ θ. τύχης Id.Ph. 1326
;ἔμαθε ὡς θ. εἴη τὸ πρῆγμα Hdt.6.69
;ὁ θ. νόμος Th.3.82
; φύσις θ. SIG1125.8 ([place name] Eleusis), cf. 2 Ep.Pet.1.4; appointed of God,βασιλῆες Od.4.691
; σκῆπτρον given by God, S.Ph. 139 (lyr.); v. infr. 2.2 belonging or sacred to a god, holy, ἀγών, χορός, Il.7.298, Od. 8.264; under divine protection, πύργος, δόμος, Il.21.526, Od.4.43; of heralds and bards, Il.4.192, Od.4.17, al.; so perh., of kings, ib. 691.3 morethan human, of heroes,Ὀδυσσεύς Il.2.335
, al., Cratin. 144.4 (lyr.);θ. ἀνήρ Pi.P.6.38
, A.Ag. 1548 (lyr.), Pl.R. 331e, Men. 99d (esp. at Sparta ([dialect] Lacon. σεῖος), Arist.EN 1145a29; ὦ θεῖε (in the mouth of a Spartan) Pl.Lg. 626c);μετὰ σοῦ τῆς θείας κεφαλῆς Id.Phdr. 234d
, cf. Them.Or.9.128a, Lib.Or.19.66.b of things, excellent,θεῖον ποτόν Od.2.341
, 9.205;ἁλὸς θείοιο Il.9.214
; θ. πρήγματα marvellous things, Hdt.2.66;ἐν τοῖσι θειότατον Id.7.137
.4 = Lat. divinus (or sacer), Imperial, διατάξεις prob. in BGU473.5 ( 200 A.D.), etc.; (iv A.D.); θ. ὅρκος oath by the Emperor, POxy.83.6 (iv A.D.), etc.; θειότατος, of living Emperors, Inscr.Prien.105.22 (9 B.C.), etc.b = Lat. divus, of deified Emperors, θ. Σεβαστός Edict.Claud. ap.J.AJ19.5.3, cf.Inscr.Perg. 283 (iii A.D.), Lyd.Mag.2.3.II as Subst., θεῖον, τό, the Divinity, Hdt.1.32,3.108, al., A.Ch. 958 (lyr.);τοῦ θ. χάριν Th.5.70
; ἡμαρτηκότα εἰς τὸ θ. Pl.Phdr. 242c.2 in an abstract sense, divinity, κεκοινώνηκε.. τοῦ θ. ib. 246d; ἢ μόνον μετέχει τοῦ θ..., ἢ μάλιστα [ἄνθρωπος] Arist.PA 656a8, etc.; κατὰ θεῖον or κατά τι θ., Aen.Gaz.Thphr.p.37 B., p.4 B.3 θεῖα, τά, the acts of the gods, course of providence, S.Ph. 452, etc.;τὰ θ. θνητοὺς ὄντας εὐπετῶς φέρειν S.Fr. 585
;τὰ θ. μὴ φαύλως φέρειν Ar.Av. 961
.b matters of religion, ἔρρει τὰ θ. religion is no more, S.OT 910 (lyr.), cf. OC 1537, X.Cyr.8.8.2, etc.c inquiries concerning the divine, Pl.Sph. 232c; τὰ φανερὰ τῶν θείων, i.e. the heavenly bodies, Arist.Metaph. 1026a18, cf. GA 731b24, Ph. 196a33 ([comp] Sup.), EN 1141b1.III Adv. θείως by divine providence,θ. πως X.Cyr.4.2.1
, etc.; θειοτέρως by special providence, Hdt.1.122; μᾶλλόν τι καὶ -ότερον ib. 174.------------------------------------θεῖος (B), ὁ,A one's father's or mother's brother, uncle, E.IT 930, Ar. Nu. 124, And.1.18, 117, Pl.Chrm. 154b, Men.5 D., etc.; ὁ πρὸς μητρὸς θ. Is.5.10;πρὸς πατρός Ph.2.172
. (Cf. τήθη.) -
3 νεαρός
A youthful,παῖδες Il.2.289
, cf. Pi.P.10.25, etc.; τὸ ἦθος νεαρός, opp. νέος τὴν ἡλικίαν, Arist.EN 1095a7; youths,A.
Ag. 359, 1504 (both anap.);ν. ἥβη Ar.Fr. 467
; = νεαλής, ν. στρατός Hdn.3.7.5;τὸ ν.
youthful spirit,X.
Cyr.1.4.3;λόγος ν. καὶ θεατρικός Plu.2.802e
;σχηματισμοὶ πολὺ τὸ ν. ἔχοντες D.H.Comp.23
.2 of things, new, ;νεαρὰ ἐξευρεῖν Pi.N.8.20
; fresh,μυελός A.Ag.76
(anap.);σώματα X. Cyn.9.10
; ν. δέλεαρ, opp. σαπρόν, Arist.HA 534b4; ; ν. τυρός, ὄστρεα, Dsc.2.71, Ath.1.7d;- ώτεροι κλῶνες Gal.12.283
;καππάρεως ὅτι -ωτάτης PCair.Zen. 488
(iii B.C.).4 αἱ νεαραί (sc. διατάξεις ) title of the novellae of Justinian;ἡ θεία καὶ ν. διάταξις PGrenf.1.62.13
(vi A.D.). -
4 διάταξις
διάταξις, εως, ἡ (διατάσσω; since Hdt. 9, 26, 1) a formal arrangement of things or matters, then in official parlance command (Polyb., Plut., ins, pap, LXX; TestAbr A 4 p. 81, 27 [Stone p. 10] al.; Philo; Ath., R. 67, 2; loanw. in rabb.) of God (PParis 69C, 18 αἱ θεῖαι διατάξεις; BGU 473, 15; cp. CPR I, 20, 15; SIG 876, 5; EpArist 192) of sea animals whose existence is arranged by God 1 Cl 33:3.—DELG s.v. τάσσω. TW. -
5 διατάσσω
διατάσσω fut. 2 sg. διατάξεις Ezk 21:25; 1 aor. διέταξα. Mid.: fut. διατάξομαι; 1 aor. διεταξάμην. Pass.: 1 fut. inf. διαταχθήσεσθαι; 1 aor. διετάχθην, ptc. διαταχθείς (Just.); 2 aor. διετάγην (Just.), ptc. διαταγείς; pf. 3 sg. διατέτακται (Da 7:2; AcPl Ha 9, 6), ptc. διατεταγμένος; plpf. 3 sg. διετέτακτο (Just., D. 44, 2) (s. διάταγμα, τάσσω; Hes., Hdt.+) gener. to make orderly arrangements or to cause someone to do someth. that advances one’s objective, freq. of an official nature.① to put into a proper order or relationship, make arrangements (X., Cyr. 8, 5, 16) οὕτως διατεταγμένος ἦν he had arranged it so Ac 20:13.—To make provisions for someone arrange (accommodations) Hv 3, 1, 4 (syntax as Ac 24:23 below).② to give (detailed) instructions as to what must be done, order (Jos., Ant. 4, 308; 15, 113) w. dat. of pers. (Hippol., Ref. 10, 15, 5) Mt 11:1; 1 Cor 9:14; 16:1; 1 Cl 20:6. W. inf. foll. (Jos., Ant. 4, 205) Lk 8:55; Ac 18:2. Pass. Dg 7:2. τοῦτο γὰρ διατέτακται μηδένα ἀποκλεισθῆναι for it is ordained (by God) that no one be excluded AcPl Ha 9, 6. Military terminology τὰ διατασσόμενα orders 1 Cl 37:2. Also τὸ διατεταγμένον order (EpArist 92; POxy 105, 7 τὰ ὑπʼ ἐμοῦ διατεταγμένα) Lk 3:13. κατὰ τὸ δ. αὐτοῖς in accordance w. their orders (POxy 718, 25 κατὰ τὰ διατεταγμένα) Ac 23:31; cp. 1 Cl 43:1. τὰ διαταχθέντα what was ordered Lk 17:9, cp. 10; (ὁ νόμος; so Hes., Op. 274; Just., D. 45, 2) διαταγεὶς διʼ ἀγγέλων ordered (by God) through angels Gal 3:19 (s. διαταγή, end).—Mid. (in same sense Pla. et al.; SIG 709, 26; OGI 331, 53; Philo) order, command w. dat. of pers. Tit 1:5; IEph 3:1; ITr 3:3; IRo 4:3. W. dat. of pers. and inf. foll. Ac 24:23. Abs. οὕτως ἐν τ. ἐκκλησίαις πάσαις δ. I make this rule in all the churches 1 Cor 7:17. καθὼς διετάξατο just as he directed Ac 7:44. W. acc. of thing (Just., A II, 9, 4 νόμους) τὰ λοιπά the rest I will take care of when I come 1 Cor 11:34.—M-M. TW.
См. также в других словарях:
διατάξεις — διάταξις disposition fem nom/voc pl (attic epic) διάταξις disposition fem nom/acc pl (attic) διατάσσω appoint aor subj act 2nd sg (epic) διατάσσω appoint fut ind act 2nd sg διατάσσω appoint aor subj act 2nd sg (epic) διατάσσω appoint fut ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδυαστικός λογισμός — Είναι γνωστός και ως συνδυαστική ανάλυση. Κλάδος της αριθμητικής, που εξετάζει τις διάφορες δυνατές ομαδοποιήσεις με διάφορα αντικείμενα ή σύμβολα. Αν έχουμε τρεις σφαίρες με διαφορετικό χρώμα (άσπρο, κόκκινο, πράσινο) και θέλουμε να σχηματίσουμε … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Κλάρεντον — (Clarendon). Οικισμός της Αγγλίας σε απόσταση 5 χλμ. από το Σόλσμπερι. Είναι γνωστός από τις διατάξεις που θέσπισε στα ανάκτορα η συνέλευση των ευγενών και των κληρικών. διατάξεις του Κ. Διατάξεις που καταρτίστηκαν από τη σύνοδο ευγενών και… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… … Dictionary of Greek
Πανδέκτης — (digesta). Το κυριότερο τμήμα της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης, του ρωμαϊκού δικαίου. Παλαιότερες νομικές συλλογές με τον τίτλο του «π.» είναι γνωστές, όπως του Λ. Ουλπ. Μαρκέλου (τριανταένα βιβλία πανδεκτών) που έζησε την εποχή της αυτοκρατορίας … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek